-
1 προς-κερδαίνω
προς-κερδαίνω (s. κερδαίνω), noch dazu gewinnen, προςκεκερδήκασι, Dem. 56, 30, wo προςκεκερδάγκασι gelesen wurde; προςεκέρδανε τὴν ὑγιείαν, Pol. 32, 14, 12; Sp.
-
2 κερδαινω
(fut. κερδᾰνῶ - ион. κερδανέω, поздн. κερδήσω, aor. 1 ἐκέρδηνα и ἐκέρδᾱνα, pf. κεκέρδηκα и κεκέρδαγκα; ион. fut. med. κερδήσομαι)1) (тж. κ. κέρδος Soph., Plat. или τὰ κερδαντά Diog.L.) извлекать пользу, получать выгоду(τινός Plat., ἀπό τινος Xen., Arst., ἔκ τινος Soph. и παρά τινος Lys.)
Μεγάροισι κερδανέομεν περιεοῦσι Her. — мы добьемся (этим) спасения Мегар2) приобретать, получать(τι πρός τινος Soph.; τὸν κόσμον NT.)
χρηστὰ κ. ἔπη Soph. — заслужить похвалу;τῇ ἀσφαλείᾳ κ. Eur. — достичь безопасности3) извлекать прибыль, наживать, зарабатывать(μέγιστα ἐκ φορτίων Her.; ἄλλα δὺο τάλαντα NT.)
κακὰ κ. Hes. — нечестно наживаться4) получать в удел(τὸν πολὺ χείρω βίον Xen.; διπλᾶ δάκρυα Eur.)
5) освобождаться (от чего-л), уметь избегнуть(ἐνόχλησιν Diog.L.; ὕβριν καὴ ζημίαν NT.; θανάτου προσδοκίαν Anth.)
-
3 κερδαίνω
A , Lys.8.20, etc.; [dialect] Ion. - ανέω Hdt.1.35, 8.60.γ;κερδήσω AP9.390
(Menecr.), Ep.Jac.4.13,κερδήσομαι Hdt.3.72
: [tense] aor. 1ἐκέρδᾱνα Pi.I.5(4).27
, And.1.134 codd., etc.; [dialect] Ion. - ηνα Hom.Epigr.14.6, Hdt.8.5, alsoἐκέρδησα Id.4.152
, Hld.4.13, etc.: [tense] pf.κεκέρδαγκα D.C.53.5
,κεκέρδᾰκα Aristid.1.366
J., Ach.Tat.5.25, Phalar.Ep.81.2, etc.,κεκέρδηκα D.56.30
( προς-), J.BJ1.20.2:— [voice] Pass., [tense] aor. part.κερδανθείς Phld.Oec.p.67
J.: [tense] pf.κεκερδημένος J.AJ 18.6.5
: ([etym.] κέρδος):—gain, derive profit or advantage, κακὰ κ. make unfair gains, Hes.Op. 352;μέγιστα ἐκ φορτίων Hdt.4.152
; τί κερδανῶ; what shall I gain? Ar.Nu. 259; κ. τινί gain by a thing, E.HF 604;σμικρὰ κερδανῶ φυγῇ A.Ag. 1301
;κέρδος κ. S.OT 889
(lyr.);κ. ἓξ τάλαντα And.
l. c.; ; κ. λόγον win fame, Pi.I.5(4).27; χρηστὰ κ. ἔπη receive fair words, S.Tr. 231: c. part., gain by doing..,εἰ δὲ κερδανῶ λέγων E.Hel. 1051
(prob.);πολεμοῦντες οὐ κερδαίνομεν Ar.Av. 1591
, cf. Th.5.93;οὐδὲν ἐκμαθοῦσα κερδανεῖς A.Pr. 876
; Μεγάροισι κερδανέομεν περιεοῦσι we shall gain by Megara's preservation, Hdt.8.60.γ; also κ. ὅτι .. Hp. Art.46:—[voice] Pass., τὰ κερδανθέντα Phld.l.c.2 abs., make profit, gain advantage, Hdt.8.5, Ar.Pl. 520;τοῦ κ. ἔχου S.Fr.28
, cf. 354; ἐξ ἅπαντος, ἀπὸ παντός, Id.Ant. 312, X.Mem.2.9.4;παρά τινων Lys.20.7
; ; opp. τὸ τιμᾶσθαι, Th.2.44; traffic, make merchandise, S.Ant. 1037.III save or spare oneself, avoid,μεγάλα κακά Philem. 92.10
;ὕβριν Act.Ap.27.21
;τὸ μὴ μιανθῆναι τὰς χεῖρας J.AJ2.3.2
;ἐνόχλησιν D.L.7.14
, cf. Him.Or.2.26, AP10.59 (Pall.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κερδαίνω
-
4 προςκερδαίνω
-
5 πορίζω
πορίζω, in den Gang oder auf den Weg bringen, τινί τι, Hom. ep. 14, 10; heimführen, εἴ σε ϑεὸς ἐπόρισεν πρὸς ἁμέτερα μέλαϑρα, Soph. El. 1259; – übertr. ausfindig machen, verschaffen, μηχανήν τινα κακῶν, Eur. Alc. 222; absolut, ϑεῶν ποριζόντων καλῶς, Med. 879; νίκην, πόρους, Ar. Equ. 591. 755; χρήματα, Eccl. 236; ἀγαϑόν, Plut. 461; u. oft in Prosa: σοφίας τοῖς μαϑηταῖς δόξαν, οὐκ ἀλήϑειαν πορίζεις, Plat. Phaedr. 275 a; πόρον ἱκανόν, Legg. VI, 752 d; σωτηρίαν τῷ γένει, Prot. 321 b; τῇ ἐμῇ ζητήσει πεπορικὼς ἀπόκρισιν, Phil. 30 d; auch = erwerben, Dem. 2, 16; Hesych. erklärt κερδαίνω. – Med., sich verschaffen, erwerben; ὅπλα, Thuc. 4, 9; ἡδονάς, μηχανήν, Plat. Gorg. 501 a Conv. 191 b; ἀϑανασίαν αὑτοῖς, 208 e, u. oft; ἑαυτῷ, Xen. Hell, 5, 1, 17; μάρτυρας πεπόρισται, Lys. 29, 7; πορίσασϑαι, πεπορίσϑαι σκῆψιν, einen Vorwand ersonnen haben, Pol. 5, 2, 9. 8, 28, 1; vgl. Philemon bei Ath. XIV, 659 c: καινὰ ῥήματα πεπορισμένος γάρ ἐστιν; u. so noch Folgde. – Πεπόρισται ist pass. Thuc. 6, 29 Isocr. 15, 278, wie ἐπορίσϑη 4, 28; u. so ist auch πορίζεται gebraucht Xen. Oec. 7, 19. – Bei den Mathematikern ist πορίζειν = aus dem Beweise noch einen Zusatz ableiten.
-
6 κέρδος
A gain, profit, Od.23.140, etc.; ἐνόησεν ὅππως κ. ἔῃ how some advantage can be gained, what is best to be done, Il.10.225;οὔ τοι τόδε κ. ἐγὼν ἔσσεσθαι ὀΐω ἡμῖν Od.16.311
, etc.; ποιέεσθαί τι ἐν κέρδεϊ, c. inf., Hdt.2.121.δ', 6.13;κ. νομίσαι τι Th.7.68
; ὅτι .. Id.3.33;ἤν τι.. δάσωνται κ. ἡγεῖσθαι X.Cyr.4.2.43
;ἐκ πονηροῦ πράγματος κ. λαβεῖν Men.697
; μέγ' ἐστὶ κ., ἢν .. Id.Mon. 359; πρὸς τὸ κ. βλέπειν ib. 364; part.,πᾶν κ. ἡγοῦ ζημιουμένη φυγῇ E.Med. 454
; κ. ἐστί μοι, c. inf., τί δῆτ' ἐμοὶ ζῆν κ.; A.Pr. 747; τί κ. ἦν αὐτῷ διαβάλλειν ἐμέ; Lys.8.13, cf. Ar.Ec. 607, 610: pl., gains, profits,περιβαλλόμενος ἑωυτῷ κέρδεα Hdt.3.71
; τὰ δειλὰ (v.l. δεινὰ)κ. S.Ant. 326
;τὰ κ. μείζω φαίνεσθαι τῶν δεινῶν Th.4.59
;τὰ πονηρὰ κ. Antiph.270
:— κ. (metaph.) opp. ζημία (damage), Arist.EN 1132a12, (lit.) opp. ζημἱα (damages), ib.14;ζημίαν λαβεῖν ἄμεινόν ἐστιν ἢ κ. κακόν S.Fr. 807
.2 desire of gain,κέρδει καὶ σοφία δέδεται Pi.P.3.54
;ἄνδρας τὸ κ. πολλάκις διώλεσεν S.Ant. 222
;εἰς τὸ κ. λῆμ' ἔχων ἀνειμένον E.Heracl.3
: pl.,κερδῶν ἄθικτος A.Eu. 704
; ;μὴ 'πὶ κέρδεσιν λέγων Id.Ant. 1061
, cf. E.Hec. 1207; of persons, ἡμέτερα κ. τῶν σοφῶν ( = ἡμῶν τῶν σ.) you of whom we wise men make gain, Ar.Nu. 1202.II in pl., cunning arts, wiles,ὃς δέ κε κ. εἰδῇ Il.23.322
, cf. 709, al.; κέρδεσιν, οὔ τι τάχει γε παραφθάμενος ib. 515;φρένας ἐσθλὰς κέρδεά θ' Od.2.118
, cf. 88; ;ἐνὶ φρεσὶ κέρδε' ἐνώμας 18.216
; κακὰ κ. βουλεύουσιν 'they mean mischief', 23.217. (Cf. OIr. cerd 'art', 'craft', Welsh cerdd 'craft' or 'music'.)
См. также в других словарях:
κέρδος — Η διαφορά του κόστους από τα έσοδα που αποφέρει μια οικονομική δραστηριότητα, σύμφωνα με τη λογιστική έννοια, ή η αμοιβή της επιχειρηματικότητας ως συντελεστή παραγωγής, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία. Στη λογιστική, το κ. καταγράφεται στην… … Dictionary of Greek
παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… … Dictionary of Greek