-
1 προς-καθ-έζομαι
προς-καθ-έζομαι, bei sp. Schriftstellern des gemeinen Dialekts mit dem aor. pass. προςκαϑεσϑῆναι, att. nur aor. προςεκαϑεζόμην (s. καϑέζομαι), u. fut. προςκαϑεδοῠμαι, – dabei sitzen, sich dabei niederlassen; bes. vor einer Stadt lagern, προςκαϑεζόμενοι καὶ αὐτοὶ τὴν Πύδναν ἐπολιόρκησαν Thuc. 1, 61, u. öfter; auch πολιορκίᾳ, 1, 11; τὴν πόλιν, 1, 26; Xen. Hell. 1, 8, 21; übtr., sich mit Etwas angelegentlich beschäftigen, τοῖς πράγμασι προςκαϑεδεῖται καὶ προςεδρεύσει, Dem. 1, 18; Folgde; τῇ πόλει, die Stadt belagern, Pol. 3, 98, 7, u. öfter, u. a. Sp.
-
2 καθ-έζομαι
καθ-έζομαι (s. ἙΔ), fut. καϑεδοῠμαι, bei D. L. 2, 72 καϑεδήσομαι als v. l., impf. od. aor. καϑεζόμην, bei Hom. u. Tragg. ohne Augm., sonst ἐκαϑεζόμην, sichnieder setz en; ἡ δὲ μάλ' ἄγχ' αὐτοῖο καϑέζετο Il. 24, 126; ἐπὶ ϑρόνου 24, 522; ἐπὶ λίϑοισιν Od. 3, 406; sich zu einer Sitzung niederlassen, eine Sitzung halten, ἀγορήνδε καϑεζώμεσϑα κιόντες πάντες 1, 372; πὰρ Διΐ Hes. O. 257; dasitzen, mit dem Nebenbegriff der Ruhe, Od. 10, 378, vgl. 375; verweilen, zögern, zaudern, 6, 295; ἐς ϑρόνον καϑέζετο Aesch. Prom. 229; Soph. O. C. 1593; ἐπὶ ζυγοῖς καϑέζετ' ἀρχῆς Eur. Phoen. 75; ἱκέται καϑεζόμεσϑα βώμιοι Bacch. 33; πρὸς τὰ ἱερὰ ἱκετῶν καϑεζομένων Thuc. 3, 70; sich lagern, 2, 18. 19; ἐκαϑέζετο παρὰ τοὺς πόδας μου Plat. Prot. 310 c; ἵνα παρ' αὐτῷ καϑέζοιτο Charm. 155 a; καϑεδεῖται Theaet. 146 a, wie Ar. Ach. 841; sich aufhalten, Aesch. 1, 120. – Einen aor. pass. καϑεσϑείς hat Agath. 53 (IX, 644), ἐκαϑέσϑη Long. 3, 5, Paus. 9, 3, 11 u. a. Sp., den aber Luc. soloecist. 11 verwirft; vgl. Phryn. p. 269. – Das praes. καϑέζομαι steht Lys. 13, 37 Plat. Ax. 371 c Ath. I, 17 f Paus. 10, 5, 2. – Vgl. καϑεῖσα, κάϑημαι und καϑίζω.
-
3 προςκαθέζομαι
προς-καθ-έζομαι, dabei sitzen, sich dabei niederlassen; bes. vor einer Stadt lagern; übtr., sich mit etwas angelegentlich beschäftigen; τῇ πόλει, die Stadt belagern
См. также в других словарях:
κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… … Dictionary of Greek
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek