Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

καϑεζόμην

См. также в других словарях:

  • καθεζόμην — κατά ἕζομαι seat oneself aor ind mid 1st sg (epic) κατά ἕζομαι seat oneself imperf ind mp 1st sg (epic) κατά καθέζομαι sit down imperf ind mid 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθέζομαι — (AM) 1. κάθομαι («καί ρα πάροιθ αὐτοῑο καθέζετο», Ομ. Ιλ.) 2. είμαι εγκατεστημένος κάπου μσν. 1. αδρανώ 2. ενεργ. καθέζω μένω σε έναν τόπο, μένω σε ένα σημείο αρχ. 1. καταλαμβάνω προεδρική έδρα ή έδρα διδασκάλου («πρὸς ὑμᾱς ἐκαθεζόμην διδάσκων»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»