-
1 προς-ιππεύω
προς-ιππεύω, hinzu-, hinanreiten, Thuc. 2, 79 u. Sp.
-
2 ιππευω
1) тж. med. ездить верхом(ταῖς ἵπποις Arst.; ἐπ΄ ὄνου Luc.)
ἔσαν ἱππεύεσθαι ἀγαθοί Her. — они (лидийцы) были хорошими всадниками2) служить в конницеδεῖν αὐτὸν μετὰ τῶν ὁπλιτῶν κινδυνεύειν, ἱ. εἵλετο Lys. — обязанный делить опасности с гоплитами, он (Алкивиад) предпочел служить в коннице;
ἱππεύει ταῦτα τὰ ἔθνεα Her. — конницу (Ксеркса) составляют такие племена3) ( о лошади) ходить, бежать, скакать4) перен. мчаться, нестись, проноситьсяὑπὲρ ἀκαρπίστων πεδίων Ζεφύρου ἱππεύσαντος Eur. — (в то время как) Зефир проносился над бесплодными равнинами;
πρὸς γέροντος ἱππεύει φόνον Eur. — (безумный Геракл) бросается (чтобы) убить старика -
3 ἱππεύω
A to be a horseman or rider, ride, Hdt.1.136, etc.;ἱ. ταῖς κυούσαις ἵπποις Arist.HA 576a21
;ἱ. ἐπ' ὄνου Luc.Bacch.2
; of a people,ἱππεύει ταῦτα τὰ ἔθνη Hdt.7.84
, cf. 87:—also in [voice] Med., Id.1.27,79.2 metaph., of the wind, (lyr.);σελάνα ἱππεύουσα δι' ὀρφναίας Id.Supp. 994
(lyr.); also, rush,πρὸς φόνον Id.HF 1001
.2 at Rome, to be an eques, D.C. 49.12; τὸ -εῦον the ordo equester, Id.60.7.III of a horse, as we say 'the horse rides (i.e. carries his rider) well', X.Eq.1.6,3.4, 10.3. -
4 προςιππεύω,
προς-ιππεύω, u. προς-ιππάζομαι, hinzu-, hinanreiten -
5 προςιππάζομαι
προς-ιππεύω, u. προς-ιππάζομαι, hinzu-, hinanreiten
См. также в других словарях:
ιππεύω — (ΑΜ ἱππεύω) [ιππεύς] ανεβαίνω σε άλογο, είμαι έφιππος, καβαλικεύω νεοελλ. 1. κάνω ιππασία, πηγαίνω καβάλα 2. κάθομαι κάπου ιππαστί, καβαλικευτά αρχ. 1. είμαι ιππέας, έφιππος («ἱππεύειν καὶ τοξεύειν καὶ ἀληθίζεσθαι», Ηρόδ.) 2. (για λαούς) έχω τη… … Dictionary of Greek
ανεβαίνω — (AM ἀναβαίνω) 1. βαδίζω ή κινούμαι προς τα επάνω 2. επιβιβάζομαι σε μεταφορικό μέσο ή ιππεύω, καβαλικεύω άλογο, μουλάρι κ.λπ. 3. κατευθύνομαι προς τον Θεό 4. φθάνω στον νου ή στην καρδιά 5. φυτρώνω 6. (για τιμή ή αξία) αυξάνομαι 7. (για ποτάμι)… … Dictionary of Greek
καλπάζω — (Μ καλπάζω) [κάλπη (II)] (για άλογο) τρέχω με καλπασμό νεοελλ. 1. (για ιππέα) ιππεύω άλογο που καλπάζει 2. μτφ. προχωρώ αλματωδώς, εξελίσσομαι γρήγορα («ο πληθωρισμός καλπάζει») 3. (το θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) η καλπάζουσα (ενν. φυματίωση) οξεία … Dictionary of Greek
μεθιππεύω — (Α) αποχωρώ έφιππος προς άλλο τόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἱππεύω] … Dictionary of Greek
προσαναβαίνω — Α [ἀναβαίνω] 1. (κυρίως για πτηνά που ζουν στο νερό) ανεβαίνω ή ανέρχομαι προς ένα μέρος 2. ανέρχομαι επί πλέον, ακόμη 3. αναρριχώμαι («τουτὶ προσαναβῆναι τὸ σικὸν», Πλάτ.) 4. (για ποταμό) πλημμυρίζω επί πλέον 5. ιππεύω επιπροσθέτως 6. μτφ.… … Dictionary of Greek