-
1 προς-εις-κρίνω
προς-εις-κρίνω, noch dazu hineinbringen, Sp.
-
2 ἀπο-κρίνω
ἀπο-κρίνω (s. κρίνω), 1) absondern, trennen, Hom. Il. 5, 12 ἀποκρινϑέντε; ἀπεκρίϑη τοῦ βαρβαρικοῦ τὸ Ἑλληνικόν Her. 1, 60; vgl. 194; ἀποκέκριται δίαιτα τοῖς ἀνϑρώποις χωρὶς ϑηρίων 4, 24; ἐκ τοῦ πλήϑους Plat. Rep. VIII, 564 e; χωρὶς ἀποκρίνων Tim. 73 b; ἀποκριτέον, im Ggstz von ἐγκριτέον, Rep. III, 413 d; einzeln bei Sp., αὐτοῖς αἷμα ἀποκρίνεσϑαι Theophr. bei Ath. I, 18 c; – auswählen, ἓν δυοῖν κακοῖν Soph. O. R. 640; ἕνα ὑμῶν ἐξαίρετον Her. 6, 130; vgl. 3, 25; weihen, Ἡλίῳ Ael. H, A. 5, 39; von den Excrementen, aussondern, 2, 37. – 2) pass., εἴς τι, sich wohin absondern, hinneigen, πάντα ἐς τοῦτο ἀπεκρίϑη Thuc. 2, 49, alle Krankheiten wurden zur Pest; εἰς ἄνεμον βορέην Luc. dea Syr. 28; ἀποκρίνεται εἴς τινα, es fällt auf ihn; Thuc. εἰς ἓν ὄνομα ἀποκεκρίσϑαι 1, 3; – auseinandergehen, von streitenden Parteien, 4, 72. – 3) aburtheilen, verwerfen, κρίνειν καὶ ἀποκρίνειν τοὺς ἀξίους Plat. Legg. VI, 751 d; τινὰ τῆς νίκης, Einem den Sieg absprechen, Arist. Polit. 5, 12; ἀποκριϑήσομαι Plat. Legg. VII, 820 d. – 4) sich verantworten, Ar. Ach. 607; gew. antworten; Her. nur 5, 49 u. 8, 101, sonst ὑποκρίνασϑαι; aber bei den Attikern häufig, τινί τι; πρὸς αὐτὸ τὸ ἐρωτώμενον Plat. Prot. 338 d; πρὸς ἅπαντα ἀποκρινεῖσϑαι Gorg. 447 c. Das perf. ist pass., καί μοι τοῦτο ἀποκεκρίσϑω. Plat. Theaet. 187 b; vgl. Men. 75 c Gorg. 453 d; aber act. 468 c; ταῦτα τοῖς πολλοῖς ἀποκεκριμένοι ἂν ἦμεν Prot. 358 a; Xen. An. 2, 1, 15; ἀποκριτέον Plat. Prot. 351 c. Der aor. ἀποκριϑῆναι mit akt. Bdtg als v. l. Xen. An. 2, 1. 22, von den Atticisten verworfen, sicher bei Sp.; Plat. Alc. II, 149 b; N. T. z. B. Matth. 3, 15. 8, 3; vgl. Lob. zu Phryn. 108; ἀποκριϑήσομαι LXX.
-
3 δια-κρίνω
δια-κρίνω (s. κρίνω), trennen, sondern, absondern, scheiden, auseinanderbringen. Bei Homer stets in dieser ursprünglichen Bedeutung: 1) Activ.: Iliad. 2, 475 ὥς τ' αἰπόλια πλατέ' αἰγῶν αἰπόλοι ἄνδρες ῥεῖα διακρίνωσιν, ἐπεί κε νομῷ μιγέωσιν; Odyss. 8, 195 και κ' ἀλαός τοι, ξεῖνε, διακρίνειε τὸ σῆμα ἀμφαφόων, ἐπεὶ οὔ τι μεμιγμένον ἐστὶν ὁμίλῳ, ἀλλὰ πολὺ πρῶτον; 4, 179 οὐδέ κεν ἡμέας ἄλλο διέκρινεν φιλέοντέ τε τερπομένω τε, πρίν γ' ὅτε δὴ ϑανάτοιο μέλαν νέφος ἀμφεκάλυψεν; besonders Kämpfende auseinanderbringen: Iliad. 2, 387 εἰ μὴ νὺξ ἐλϑοῦσα διακρινέει μένος ἀνδρῶν; 7, 292 ὕστερον αὖτε μαχησόμεϑ', εἰς ὅ κε δαίμων ἄμμε διακρίνῃ, δώῃ δ' ἑτέροισί γε νίκην; 17, 531 καί νύ κε δὴ ξιφέεσσ' αὐτοσχεδὸν ὁρμηϑήτην, εἰ μή σφω' Αἴαντε διέκριναν μεμαῶτε. – 2) Passiv.: Odyss. 9, 220 στείνοντο δὲ σηκοὶ ἀρνῶν ἠδ' ἐρίφων· διακεκριμέναι δὲ ἕκασται έρχατο, χωρὶς μὲν πρόγονοι, χωρὶς δὲ μέτασσαι, χωρὶς δ' αὖϑ' ἕρσαι; Iliad 2, 815 ἔνϑα τότε Τρῶές τε διέκριϑεν ἠδ' ἐπίκουροι; von Kämpfenden: Iliad. 7, 306 τὼ δὲ διακρινϑέντε ὁ μὲν μετὰ λαὸν Ἀχαιῶν ἤι', ὁ δ' ἐς Τρώων ὅμαδον κίε; 3, 98. 102 φρονέω δὲ διακρινϑήμεναι ἤδη Ἀργείους καὶ Τρῶας, ἐπεὶ κακὰ πολλὰ πέποσϑε εἵνεκ' ἐμῆς ἔριδος καὶ Ἀλεξάνδρου ἕνεκ' ἀρχῆς. ἡμέων δ' ὁπποτέρῳ ϑάνατος καὶ μοῖρα τέτυκται, 102 τεϑναίη· ἄλλοι δὲ δια κρινϑεῖτε τάχιστα: zu vs. 102 vgl Scholl. Herodian.; zu vs. 99 Scholl. Aristonic. Ἀργείους καὶ Τρῶας: ἡ διπλῆ περιστιγμένη, ὅτι Ζηνόδοτος γράφει Ἀργεῖοι καὶ Τρῶες, ὡς ἀποστροφῆς τοῦ λόγου γεγονυίας πρὸς αὐτούς. ἔστι δὲ τὸ διακρινϑῆναι διχῶς χωρισϑῆναι· ὁ δὲ Ζηνόδοτος συνήϑως ἡμῖν τέταχεν (»puto pro judicium subire« Lehrs Aristarch. p. 151). – 3) Medium in passiver Bedeutung: Odyss. 18, 149 οὐ γὰρ ἀναιμωτί γε διακρινέεσϑαι ὀίω μνηστῆρας καὶ κεῖνον, ἐπεί κε μέλαϑρον ὑπέλϑῃ; 20, 180 πάντως οὐκέτι νῶι διακρινέεσϑαι ὀίω πρὶν χειρῶν γεύσασϑαι. – Bei den Folgenden: 1) von einander absondern, aus- u. unterscheiden, trennen; οὐδένα Her. 3, 39; διακρινομένη στρατιὴ ἐσχίζετο 8, 34; αἵρεσιν 1, 11; στήμονας συγκεχυμένους Plat. Crat. 388 b; φίλην καὶ ἐχϑράν Rep. II, 376 b; κατὰ γένος Soph. 253 e; Ggstz συγκρίνειν Phaed. 72 c; auch med. so, διακεκρίμεϑα χωρὶς τάς τε καϑαρὰς ἡδονὰς καὶ τὰς ἀκαϑάρτους Phil. 32 a; vgl. 46 b; τὴν κόμην, das Haar scheiteln, Plut. Rom. 15; auch τινός, von etwas, Ap. Rh. 3, 1129. – 2) entscheiden, beurtheilen, λόγον ἀνϑρώπων, ὀρϑᾷ φρενί, Pind. P. 1, 68 Ol. 8. 24; Her. 7, 54; Ἅιδης διακρίνει τοῠτο Ar. Vesp. 763; oft bei Plat., τὴν δίκην Legg. XI, 937 b; διέκρινε καὶ διεξῄει τὰ ἐρωτώμενα Prot. 315 c; ὁπότερος ἀληϑῆ λέγει Lach. 186 e; τὸν νικῶντα χει ροτονίαις Legg. II, 659 b; u. so Folgde. Auch med., διακρινώμεϑα νεῖκος Hes. O. 35. – Pass., bes. aor. διεκρίϑην, getrennt werden, aus einander kommen, Her. 7, 219; ἐκ τῆς ναυμαχίης 8, 18; ἀπ' ἀλλήλων Thuc. 1, 105; aber οὐδὲν ἔτι διεκέκριτο, 1, 49, es wurde kein Unterschied mehr gemacht; einen Streit beilegen; πόλεμος διακριϑήσεται Her. 7, 206; περί τινος Plat. Euth. 7 c; Legg. XII, 956 c; aber auch = in Streit mit Jemand gerathen, kämpfen, μάχῃ πρός τινα Her. 9, 58; ὅπλοις ἢ λόγοις, ausmachen, Dem. 12. 17 (epist. Phil.); περὶ τῶν ὅλων Pol. 3, 111; vgl. 2, 22, 11. 18, 35, 4; abs., sich streiten, Ath. XII, 554 c; – zweifeln, N. T.
-
4 ἀνα-κρίνω
ἀνα-κρίνω, ausforschen, fragen, τινά, Plat. Conv. 201 e; Xen. u. sonst; untersuchen, Thuc. 1, 95; Plat. Legg. VI, 766 e; ὑπέρ τινος, Pol. 8, 19, 6; bes. von Rechtshändeln, wo δίκην zu ergänzen, ὁ ἄρχων ἀνέκρινε πᾶσιν ἡμῖν τοῖς ἀμφιςβητοῠσι, καὶ ἀνακρίνας εἰςήγαγεν εἰς τὸ δικαστήριον, als eine vorläufige Prüfung der Klage, ehe sie vor den Richter kommt, Dem. 48, 31; vgl. Plat. Legg. IX, 879 e; dah. pass., zur Untersuchung gezogen werden, Antiph. II α 9; ἐπειδὴ ἀνεκρίϑησαν πρὸς τῷ ἄρχοντι ἅπασαι αἱ ἀμφιςβητήσεις καὶ ἔδει ἀγωνίζεσϑαι ἐν τῷ δικαστηρίῳ Dem. 48, 43, nach beendigter Untersuchung kam es zu den Gerichtsverhandlungen. – Das med. wie act., befragen, Pind. P. 4, 63; οὐδ' ἀνεκρίνατο τὴν γραφὴν ὁ συκοφάντης, er ließ die Sache nicht vorläufig untersuchen, Dem. 21, 103; aber πρὸς ἑαυτοὺς ἀνακρινομένους ἠὼς κατελάμβανε, die mit einander Rechtenden, Her. 9, 56.
-
5 προςειςκρίνω
См. также в других словарях:
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek
έρχομαι — και έρχουμαι (AM ἔρχομαι) 1. κατευθύνομαι ή πλησιάζω σε κάποιον τόπο ή σε κάποιον πρόσωπο (α. «καὶ ἐπὶ πόλιν δυνατωτάτην νῡν ἐρχόμεθα», Θουκ. β. «τον είδα νά ΄ρχεται προς το μέρος μου») 2. επιστρέφω, γυρίζω πίσω (α. «οὔτ΄ Ὀδυσεὺς ἔτι οἶκον… … Dictionary of Greek
σώζω — σῴζω, ΝΜΑ, και σώνω Ν, και σώω και επικ. τ. σαόω, Α 1. διατηρώ κάποιον ή κάτι σώο, απαλλάσσω από κίνδυνο, από φθορά, από καταστροφή, από θάνατο, διασώζω, περισώζω, γλυτώνω (α. «τόν έσωσε η έγκαιρη εγχείρηση» β. «οι πυροσβέστες έσωσαν όλους τους… … Dictionary of Greek
κρίση — I (Οικον.). Στην οικονομική ζωή, η κ. ανταποκρίνεται σε μια περίοδο οικονομικών δυσχερειών, αντίθετη προς τη φάση της ευημερίας. Στις εκβιομηχανισμένες οικονομίες, η κ. εμφανίζεται ως μία από τις επαναλαμβανόμενες φάσεις του οικονομικού κύκλου.… … Dictionary of Greek
λογοκρισία — Η επέμβαση από μέρους της εξουσίας, ώστε να εμποδιστεί ολικά ή μερικά η με οποιονδήποτε τρόπο διάδοση ιδεών και πληροφοριών. Οι απαρχές της λ. στην Ευρώπη τοποθετούνται στην αρχαία Ελλάδα, όπου τα θεατρικά έργα, προτού διδαχθούν, υποβάλλονταν… … Dictionary of Greek
μετρώ — άω (ΑΜ μετρῶ, έω) [μέτρον] 1. προσδιορίζω τις διαστάσεις, την ένταση ή την αξία ενός πράγματος με βάση ορισμένη μετρική μονάδα (α. «το οικόπεδο μετρήθηκε και είναι 450 τετραγωνικά μέτρα» β. «τάς χώρας σφέων μετρήσας κατά παρασάγγας», Ηρόδ.) 2.… … Dictionary of Greek
ελέγχω — (AM ἐλέγχω) 1. ερευνώ, εξετάζω για την ανεύρεση τής αλήθειας, ορθότητας, ακρίβειας, γνησιότητας, αξίας κάποιου αντικειμένου, εμπορεύματος, θέματος κ.λπ. («ελέγχω τα γραπτά, τους λογαριασμούς, την περιεκτικότητα σε κάτι», «φύλαξ ἐλέγχων φύλακα»,… … Dictionary of Greek
λογίζομαι — και λογιέμαι (AM λογίζομαι, Μ και λογίζω) [λόγος] συλλογίζομαι, αναλογίζομαι, υπολογίζω, σκέπτομαι (α. «λογίζεσαι τί πρόκειται να γίνει τώρα;» β. «πρὸς δὲ τοὺς θρασέως ὁτιοῡν οἰομένους ὑπομεῑναι δεῑν... τὸν πόλεμον, ἐκεῑνα βούλομαι λογίσασθαι»,… … Dictionary of Greek
τεκμαίρομαι — ΝΜΑ (και ενεργ τακμαίρω Α [τέκμαρ] από ορισμένα σημεία πράγματα κρίνω, συνάγω συμπέρασμα για κάτι (α. «δεν τεκμαίρεται το άλλοθί του» β. «τὴν ἀνάστασιν ἐτεκμήραντο», Ευστ. γ. «προσβάσεις τεκμαίρεται πύργων ἄνω τε κάτω τε τείχη μετρῶν», Ευρ. δ.… … Dictionary of Greek
ΠΡΟΛΟΓΟΣ — Ο στόχος της εργασίας αυτής είναι να αποδοθούν τα κυριότερα χαρακτηριστικά της κλίσης των 4.500 βασικών ρημάτων της κοινής νεοελληνικής (χωρίς διαλεκτικά στοιχεία). Η ιδιαιτερότητα (και η χρησιμότητα) της εργασίας έγκειται, πιστεύουμε,… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής