Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἐγκριτέον

См. также в других словарях:

  • ἐγκριτέον — approval masc acc sg ἐγκριτέον approval neut nom/voc/acc sg ἐγκριτέος masc/fem acc sg ἐγκριτέος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκριτέα — ἐγκριτέον approval neut nom/voc/acc pl ἐγκριτέᾱ , ἐγκριτέον approval fem nom/voc/acc dual ἐγκριτέᾱ , ἐγκριτέον approval fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἐγκριτέος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκριτέος — ἐγκριτέον approval masc nom sg ἐγκριτέος masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιβανωτίζω — (Α) [λιβανωτός] 1. θυμιάζω με λιβάνι, λιβανίζω («σπένδοντες ἐν αὐτῷ καθ ἡμέραν καὶ λιβανωτίζοντες», Στράβ.) 2. μοιάζω με λιβάνι («ἐγκριτέον δὲ αὐτοῡ τὸ εὔχρουν, λιβανωτίζον τοῑς χόνδροις», Διοσκ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»