-
1 προς-δικάζω
προς-δικάζω, als Richter zusprechen, zuerkennen, τινί, D. Hal. 11, 52; im pass. Dem. 37, 32, αὐτὸς δυοῖν ταλάντοιν προςδικάζεται.
-
2 δικάζω
Aδικάσω Il.23.579
, Ar.Eq. 1089, V. 689, 801, Pl.Criti. 120a, etc.; [dialect] Ion.δικῶ Hdt.1.97
; inf. δικᾶν GDIiv p.880 ([place name] Chios), SIG 134b23 (Milet.): [tense] aor. ἐδίκασα, [dialect] Ep. δίκασα, δίκασσα, Od.11.547, Il.23.574: [tense] pf.δεδίκακα Heraclid.Cum.1
:—[voice] Med. (v. infr. 11), [tense] fut.- άσομαι Hdt.1.96
, D.37.37: [tense] aor.ἐδικασάμην Lys.12.4
, D.38.17, etc.: [tense] plpf. ἐδεδίκαστο (v. infr. 11):—[voice] Pass., [tense] fut.δικασθήσομαι D.H.5.61
,δεδικάσομαι Luc.
Bis Acc.14: [tense] aor.ἐδικάσθην Th.1.28
, Pl.Cri. 50b: [tense] pf.δεδίκασμαι Lys.21.18
: [tense] plpf.ἐδεδίκαστο D.33.27
: ([etym.] δίκη):—judge, sit in judgement, Il.23.579, Hdt.1.14, Antipho 5.90, etc.; sit as a juror, D.21.75;δ. καὶ ἐκκλησιάζειν Lys.26.2
, cf. Arist.Pol. 1293a9, etc.2 c. acc. rei, give judgement on, decide, determine, Il.1.542;δ. δίκην Hes.Op.39
, etc.;ἀλιτρά Pi.O.2.65
; , cf. 601;τἀμπλακήματα Id.Supp. 230
; δ. δίκην ἄδικον give an unjust judgement, Hdt.5.25;δ. ἐμπορικὰς δίκας D.35.46
; less freq.,γραφὰς δ. Lycurg.7
;εὐθύνας D.19.132
;ἀγῶνα Din.1.46
: c. acc. cogn., δίκας δ. adjudge a penalty, Hdt.6.139; δ. φυγήν τινι decree it as his punishment, A.Ag. 1412; δ. φόνον ματέρος ordain her slaughter, E.Or. 164 (lyr.): c. gen., δικάζειν τοὺς βασιλέας αἰτιῶν φόνου Lex Draconis ap.IG12.115.11; δ. τοῦ ἐγκλήματος (sc. δίκην) X.Cyr.1.2.7:—[voice] Pass.,δίκαι δικασθεῖσαι Pl.Cri. 50b
, cf. Lys.17.3; ὁποτέρων ἂν δικασθῇ εἶναι τὴν ἀποικίαν it may be decided.., Th.1.28.3 φόνον δ. plead in a case of murder, E.Or. 580: abs., plead, D.C.69.18.4 c. dat. pers., decide between persons, judge their cause, ; , cf. Hdt.1.97;τοῖσι Πέρσῃσι δίκας δ. Id.3.31
; ἑκάστῳ κατὰ τὸ μέγαθος τοῦ ἀδικήματος passed judgement on each, Id.2.137.5 c. inf.,δικαξάτω λαγάσαι Leg.Gort.1.5
;ἐδίκασαν δέκα ἀνταπόλλυσθαι Hdt.3.14
; δ. ὡς .. Id.1.84.6 [voice] Pass.,αἰσχρὰς δίκας δ.
to have actions brought against one,Lys.
21.18.II [voice] Med., of the party, plead one's cause, go to law, Od.11.545, 12.440, Hdt.1.96, Th.1.77;πρὸς τοὺς ἀστυνόμους Pl.Lg. 845e
; δίκην δικάζεσθαί τινι go to law with one, Lys.12.4, D.55.31; simply,δ. τινί Pl.Euthphr.4e
;πρός τινας Th. 3.44
; prop. of a private suit, opp. a public prosecution, D.21.26: with gen. added,δ. τινὶ κακηγορίας Lys.10.12
;κλοπῆς D.22.27
, etc.;ἐδεδίκαστο ἄν μοι τῆς ἐγγύης Id.33.27
; δ. τινὶ περί τινος ib.26. -
3 δικάζω
δικάζω ιδίκη), fut. δικάσω, z. B. Ar. Equ. 1089; ion. δικῶ, Her. 1, 97; perf. δεδικακέναι u. pass. δεδικάσϑαι Heraclid. bei Ath. XII, 517 b; – 1) richten, Recht sprechen; absolut, Od. 11, 547; Pind. Ol. 2, 65; Her. 1, 96 u. Folgde; τινί, z. B. Τρωσί τε καὶ Δαναοῖσι δικαζέτω, über die Troer u. Danaer entscheiden, Il. 8, 431; ἐς μέσον ἀμφοτέροισι δικάσσατε, sprecht beiden unparteiisch Recht, 23, 574, vgl. Scholl. Aristonic.; Her. 2, 137; Plat. Legg. VI, 761 e; δίκην δικάζειν, einen Proceß entscheiden, einen Richterspruch fällen, Her. 7, 124; δίκην ἄδικον 5, 25; τινί, 3, 31; δίκας Xen. Mem. 3, 5, 10; πάντα Cyr. 1, 2, 14; u. wo δίκην zu ergänzen, δικάζουσι καὶ ἐγκλήματος Xen. Cyr. 1, 2, 7; εὐϑύνας Dem. 19, 132; γραφάς Lycurg. 7; ἀγῶνα Din. 1, 46; ähnl. φυγήν τινι, Verbannung zuerkennen, Aesch. Ag. 1421; τὸ αὐτὸ ἐκείνοις περὶ τῆς καταψηφίσεως δικάζετε Antiph. 1, 3; pass., αἱ δίκαι δικασϑεῖσαι Plat. Criton. 50 b; vgl. ὁποτέρων δ' ἂν δικασϑῇ εἶναι τὴν ἀποικίαν Thuc. 1, 28; οἱ δικασϑέντες, die Gerichteten, Verurtheilten, Plat. Rep. VIII, 558 a. Aber οἱ δικαζόμενοι, die Angeklagten, Xen. Mem. 1, 2, 51; vgl. αἰσχρὰς δίκας δεδίκασμαι Lys. 21, 18; Arist. rhet. 2, 23. – Uebh. = einen entscheidenden Ausspruch thun, κρυπτάδια φρονέοντα δικαζέμεν Il. 1, 542; dah. = bestimmen; δίκας διδόναι, ἃς Ἀϑη ναῖοι ἂν αὐτοὶ δικάσωσι Her. 6, 139; vom Orakel, 1. 84. Aehnl. αὐτὸς ἑαυτῷ ἐδίκασεν, er bestimmte sich, Dem. 43, 5; ἐδίκασα ἐγὼ τούτῳ καὶ οὗτος ἐμοί, wir kamen in den Bestimmungen überein, 48, 8; vgl. 33. – 2) Med., sich Recht sprechen lassen, vor Gericht streiten, processiren; Od. 11, 545. 12, 440; in Prosa, Her. 1, 96; Thuc. 1, 77; πρός τινα, 3, 44; gew. τινί, mit Jemandem, Is. 5, 1; τινὶ περί τινος, Dem. 33, 25; auch ἐδεδίκαστο ἄν μοι τῆς ἐγγύης 27, wie κακηγορίας δικάζεσϑαι Lys. 10, 2, um Schmähreden; τῆς οἰκίας τοῖς ἔχουσι 17, 5; ἀργυρίου, um Geld, 49, 43; φόνου 9, 44; auch δίκην τινί, 55, 31; vgl. Xen. Mem. 3, 5, 16. – Il. 23, 579 εἰ δ' ἄγ' ἐγὼν αὐτὸς δικάσω erklärt man unrichtig = med., es heißt; ich werde selbst richterlich entscheiden, will selbst Richter sein, wie Il. 18, 506 ἀμοιβηδὶς δὲ δίκαζον, die Alten sprachen abwechselnd, einer nach dem andern Recht. Auch Eur. Or. 580 soll φόνον δικάζων »vor Gericht vertheidigen« sein.
-
4 προςδικάζω
προς-δικάζω, als Richter zusprechen, zuerkennen -
5 διαδικαζω
1) разбирать, судить, решать(κρίσεις Plat.; ἀμφισβητήσεις Arst.)
δ. τινός Xen. — судить за что-л.2) присуждатьμέχρι ἑκατὸν δραχμῶν νομίσματος κύριοι διαδικάζοντες Plat. — уполномоченные присуждать к штрафу до ста драхм;
οἱ διαδικασάμενοι Plat. — осужденные3) med. судиться(περὴ τῶν ἀμφισβητουμένων Plat.; ὑπὲρ σύλων Arst.)
ἐν τοῖς φίλοις διαδικάσασθαί τι Dem. — обсудить что-л. в кругу друзей;διαδικασθῆναι (pass. = med.) πρός τινα περὴ τοῦ χωρίου Diog.L. — оспаривать у кого-л. землю -
6 διαδικάζω
A give judgement, And.1.28, Pl.R. 614c, Lg. 916b ([voice] Pass.); χορηγοῖς, ἀρχὰς δ., X.Ath.3.4;διεδίκαξαν δίκας IG7.21
([place name] Megara);τὰς ἀμφισβητήσεις τισί Arist.Ath.57.2
: c. gen.,δ. ἀστρατείας X.Ath.3.5
(prob. l.).2 hold inquiry, esp. at Athens, of naval matters,δ. εἴ τις τὴν ναῦν μὴ ἐπισκευάζει X.Ath.3.4
;ἀριθμὸς τριήρων καὶ σκευῶν τῶν -δεδικασμένων IG2.795f60
.3 [voice] Med., go to law, dispute, ; , etc.; διαδικάσασθαι ἐν φίλοις τὰ πρὸς ἐμέ to settle by friendly arbitration, D.30.2; Διαδικαζόμενοι, title of play by Dioxippus, Suid., cf. IG2.975 iii 21, BGU 19i4(ii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαδικάζω
См. также в других словарях:
δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… … Dictionary of Greek
δικαστής — Όρος που στη συνήθη του έννοια σημαίνει τον δημόσιο λειτουργό, o οποίος αποτελεί μέλος της δικαστικής αρχής και με την ιδιότητά του αυτή έχει δικαστικές αρμοδιότητες. Αντίθετα, υπό στενή έννοια ο όρος αφορά τους δημόσιους λειτουργούς που είναι… … Dictionary of Greek
γιγνώσκω — και γινώσκω (AM γιγνώσκω και γινώσκω) 1. φρ. «γνῶθι σ’ αὐτόν» γνώρισε, μάθε τον εαυτό σου 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) εγνωσμένος, η, ο γνωστός, αποδεκτός νεοελλ. (με αρθρ. ως ουσ.) «το γνώθι σ’ αυτόν» η αυτογνωσία, η αυτεπίγνωση μσν. είμαι… … Dictionary of Greek
διαδικάζω — (Α) 1. ως δικαστής εκφέρω κρίση σε κάποια υπόθεση 2. (με αιτ. πράγματος) συμβιβάζω 3. (στην Αθήνα για ναυτικές υποθέσεις) ενεργώ έρευνα ή ανακρίσεις 4. μέσ. διαφιλονικώ δικαστικώς, έρχομαι σε αντιδικία προς κάποιον 5. υποβάλλω σε δίκη τον εαυτό… … Dictionary of Greek
ευθύνω — (ΑΜ εὐθύνω) [ευθύς] κάνω κάτι ευθύ, ευθειάζω, ισιάζω («ευθύνω μέταλλο») νεοελλ. 1. καθιστώ κάποιον υπεύθυνο, βαρύνω κάποιον με ευθύνες 2. (συν. μέσ.) ευθύνομαι είμαι υπεύθυνος, φέρω ευθύνη («θα τιμωρηθούν όσοι ευθύνονται για τις βομβιστικές… … Dictionary of Greek
προκαθίζω — και ιων. τ. προκατίζω Α 1. (για πουλιά) πετώ λίγο προς τα εμπρός και έπειτα κάθομαι («κλαγγηδὸν προκαθιζόντων», Ομ. Ιλ.) 2. κάθομαι ενώπιον τού δήμου και δικάζω («ἔνθα περ πρότερον προκατίζων ἐδίκαζε», Ηρόδ.) 3. προΐσταμαι, προεδρεύω 4.… … Dictionary of Greek