-
1 προς-έρπω
προς-έρπω, dor. ποϑέρπω, Tim. Locr. 97 c, hinzukriechen oder -schleichen, übh. hinzukommen, -gehen, herbei-, herankommen, προςέρποντα χρόνον, Pind. P. 1, 57 N. 7, 68, wie φοβοῦμαι τὸ προςέρπον, die Zukunft, Soph. Ai. 225; τὰς προςερπούσας τύχας, Aesch. Prom. 272; πᾶν μοι φοβερὸν τὸ προςέρπον, 127; Soph. Phil. 776 u. öfter; Ar. Vesp. 1509.
-
2 ἕρπω
ἕρπω, impf. εἷρπον, das Andere von ἑρπύζω, erst Sp. εἷρψα, – 11 langsam gehen, schleichen, kriechen, Od. 12, 395; heimlich einherschleichen, ὡς ἤτοι Ὀδυσεὺς ἤδη ἐν πατρίδι γαίῃ ἥμενος ἢ ἕρπων 17, 157; στίβου κατ' ἀνάγκαν ἕρποντος, vom Philoktet, Soph. Phil. 207; Aesch. Eum. 39; ἐξ εὐνῆς, aus dem Lager hervorkriechen, sich gemächlich erheben, Ar. Vesp. 552; von kleinen Kindern, Heliod. 1, 5; übertr., πρὸς τὸν ἔχονϑ' ὁ φϑόνος ἕρπει, an den Reichen schleicht der Neid heran, Soph. Ai. 157; ἑρπέτω ὁ πόλεμος, der Krieg ziehe sich in die Länge, dauere fort, Ar. Equ. 673; Lys. 129. – 2) übh. wandeln, gehen, πάντων ὅσσα τε γαῖαν ἔπι πνείει τε καὶ ἕρπει Il. 17, 447 Od. 18, 130; Pind., δαίμων Ol. 13, 101, χρόνος N. 7, 68; Theocr. u. Tragg., τούτου παρ' ὄχϑας ἕρπε Aesch. Prom. 812, Soph. ἥντιν' αὖ κέλευϑον ἕρπεις; welchen Weg gehst du? Phil. 1207; ἕρπεϑ' ὡς τάχιστα O. C. 1639; Θησεὺς ὅδ' ἕρπει, da kommt Theseus, Eur. Herc. für. 1154; auch in späterer Prosa. Oft übertr., εἰδότι οὐδὲν ἕρπει ἄτα Soph. Ant. 614; ἄτας οὐδὲν ἐλλείπει γενεᾶς ἐπὶ πλῆϑος ἕρπ ον, das Unglück kommt über das Geschlecht, 582; εἰς ποῖον ἕρπεις μῦϑον; d. i. was willst du sagen? Eur. Hel. 316; καὶ δὴ πρὸς ῴδὰς εἷρπε, er wandte sich zum Gesange, fing an zu singen, Cycl. 423; ἕρπει συμφορὰ πρὸς τἀγαϑά, das Unglück wandelt sich in Glück, Rhes. 518; absolut, ἕρπει παραλλὰξ ταῦτα, wie wir sagen: so geht es wechselnd, Soph. Ai. 1066; Tr. 547 ὁρῶ ἥβην τὴν μὲν ἕρπουσαν πρόσω, τὴν δὲ φϑίνουσαν, vorwärts gehen, zunehmen. – Außer praes. u. imperf. nur tut. in ἐφέρπω, u. dor. ἑρψῶ, ἑρψοῠμες, Theocr. 5, 45. 18, 40; aor. εἷρψε, Chrysost. S. auch ἑρπύζω, u. vgl. Lob. Paralipp. p. 35.
-
3 ἕρπω
ἕρπω, (1) langsam gehen, schleichen, kriechen; heimlich einherschleichen; στίβου κατ' ἀνάγκαν ἕρποντος, vom Philoktet; ἐξ εὐνῆς, aus dem Lager hervorkriechen, sich gemächlich erheben; von kleinen Kindern; übertr., πρὸς τὸν ἔχονϑ' ὁ φϑόνος ἕρπει, an den Reichen schleicht der Neid heran; ἑρπέτω ὁ πόλεμος, der Krieg ziehe sich in die Länge, dauere fort. (2) übh. wandeln, gehen; Θησεὺς ὅδ' ἕρπει, da kommt Theseus; ἄτας οὐδὲν ἐλλείπει γενεᾶς ἐπὶ πλῆϑος ἕρπ ον, das Unglück kommt über das Geschlecht; εἰς ποῖον ἕρπεις μῦϑον; d. i. was willst du sagen? καὶ δὴ πρὸς ῴδὰς εἷρπε, er wandte sich zum Gesange, fing an zu singen; ἕρπει συμφορὰ πρὸς τἀγαϑά, das Unglück wandelt sich in Glück; ἕρπει παραλλὰξ ταῦτα, wie wir sagen: so geht es wechselnd; ὁρῶ ἥβην τὴν μὲν ἕρπουσαν πρόσω, τὴν δὲ φϑίνουσαν, vorwärts gehen, zunehmen -
4 προς-αν-έρπω
προς-αν-έρπω, daran hinauskriechen, τῷ τραχήλῳ, Plut. Themist. 26.
-
5 προςέρπω
προς-έρπω, hinzukriechen oder -schleichen, übh. hinzukommen, - gehen, herbei-, herankommen; wie φοβοῦμαι τὸ προςέρπον, die Zukunft -
6 προςανέρπω
См. также в других словарях:
έρπω — και σέρπω (Α ἕρπω) προχωρώ σερνόμενος με την κοιλιά πάνω στο έδαφος ή στηριζόμενος στα χέρια και στα γόνατα νεοελλ. 1. ταπεινώνομαι μπροστά σε ισχυρούς, φέρομαι δουλικά, τούς κολακεύω χαμερπώς για να επιτύχω ιδιοτελείς σκοπούς 2. (για φύλλα… … Dictionary of Greek
εφέρπω — ἐφέρπω (Α) 1. έρπω πάνω σε κάτι 2. έρχομαι προς κάτι ή προς κάποιον κρυφά ή αργά («ἐπ ὄσσοισι νὺξ ἐφέρπει», Ευρ.) 3. έρχομαι («μήδ ἐφερπέτω νόσος», Αισχύλ.) 4. προχωρώ, επιτίθεμαι 5. (για χρόνο) έρχομαι («χρόνος ἐφέρπων», Πίνδ.) 6. επιγρ. φρ.… … Dictionary of Greek
ρέω — ῥέω, ΝΜΑ, και επικ. τ. ῥείω Α 1. χύνομαι, τρέχω, κυλώ (α. «τα δάκρυά της έρρεαν ποτάμι» β. «ἔρρεεν αἷμα», Ομ. Ιλ.) 2. αναβλύζω, ξεχύνομαι (α. «το νερό τής βρύσης έρρεε άφθονο» β. «[πηγὴ] ὕδατι ῥέει», Ομ. Ιλ.) 3. φρ. «τα πάντα ρει» τα πάντα κυλούν … Dictionary of Greek
παρασύρω — ΝΜΑ, παρασέρνω Ν (για ορμητικό ρεύμα) σύρω βιαίως, κυλώντας ορμητικά αρπάζω και παίρνω μαζί μου, συμπαρασύρω κάποιον ή κάτι (α. «ο χείμαρρος παρέσυρε τα πάντα» β. «του ρεύματος ἡ ὀξύτης πολλοὺς παρέσυρε», Διόδ. Σικ.) νεοελλ. 1. ρίχνω κάτω και… … Dictionary of Greek
TEMPLA — loca dicuntur publica, im Dei honorem erecta, eiusque cultui destinata. Alias Sacrae Aedes, Fana, Delubra, Basilicae, etc. quae tamen voces, rem accuratius pensiculanti, non unum idemque penitus designant. Clemens, cui Eusebius astipulatur, non… … Hofmann J. Lexicon universale
ποθέρπω — (δωρ. τ.) προσέρπω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτ (< ποτί* «προς», με αποκοπή) + ἕρπω, με τροπή τού τ στο αντίστοιχο δασύ θ πριν από δασυνόμενη λ.] … Dictionary of Greek
προέρπω — Α έρπω, προχωρώ έρποντας προς τα εμπρός … Dictionary of Greek
σύρω — ΝΜΑ, και σέρνω και σύρνω ΝΜ, και σούρνω Ν 1. έλκω, τραβώ (α. «τόν έπιασε και τόν έσυρε έξω» β. «μέχρι τῶν σφυρῶν τὴν ἐσθῆτα σύρων», Δίων Κασσ.) 2. μετακινώ κάτι πάνω στο έδαφος («σέρνει το φόρεμά της») 3. (ενεργ. και μέσ.) έρπω νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
υφέρπω — ὑφέρπω ΝΜΑ [ἕρπω] 1. σέρνομαι κάτω από κάτι και, κατ επέκτ., σέρνομαι κρυφά, χωρίς να γίνομαι αντιληπτός (α. «οι στρατιώτες προχωρούσαν προς το αντίπαλο στρατόπεδο υφέρποντας ανάμεσα στην πυκνή βλάστηση» β. «οἷσιν... ὑφέρπει πικρὸς ὄφις», Γρηγ.… … Dictionary of Greek