-
1 πρός-ειμι
πρός-ειμι (s. εἶμι), hinzugehen, herankommen, Hom. u. Folgde; absolut, πρόςιϑ' ἀτρέμας, Eur. Or. 149; εἰς εὐνήν, Soph. El. 429; τινί, hingehen zu Einem, πρόςεισί σοι, Ar. Ach. 813 u. öfter; auch c. acc., πρόςειμι δῶμα καὶ βρέτας τὸ σόν, Aesch. Eum. 233; ὅτε Βακχίῳ Ἀλϑαίας δόμους προςῇτε, Eur. Cycl. 40; u. in Prosa: ὅταν αὐτῷ προςίῃ τὸ ἐναντίον, Plat. Phaed. 102 e; προςιέναι πρὸς τὴν Λάχεσιν, Rep. X, 620 d, wie Prot. 316 b; π ροςιτέον ἐγγυτέρω, Theaet. 179 c; προςῇμεν τῇ βουλῇ, Dem. 19, 17; τοῖς ἐφόροις, Pol. 4, 34, 5; πρὸς τὸ δέλεαρ, 25, 21, 7. Auch γυναικί, Xen. Conv. 4, 38, mit einem Weibe Gemeinschaft pflegen, u. Sp.; – τὰ προςιόντα χρήματα, Ar. Eccl. 712, u. τὰ προςιόντα allein, die Einkünfte, Vesp. 664; φόρος προςῄει, Andoc. 3, 9; προςιόντων ἑξακοσίων ταλάντων φόρου, Thuc. 2, 13.
-
2 πρός-ειμι [2]
πρός-ειμι (s. εἰμί), daran, dabei sein, τινί; τῷ προςιόντι προςεῖναι, dem Angreifenden Stand halten, entgegentreten, Hes. O. 355; gew. nicht feindlich, τί δ' αὖτε χέρσῳ καὶ προςῆν, Aesch. Ag. 544; τοῠ λόγου δ' οὐ χρὴ φϑόνον προςεῖναι, Soph. Trach. 250; ἀνδρί τοι χρεὼν μνήμ ην προςεῖναι, Ai. 517 u. öfter, wie Eur. τῷ καλῷ λύπη πρός-εστιν, Hec. 383; οὐχ ἅπαντα τῷ γήρᾳ κακὰ πρόςεστιν, Phoen. 532; χάρις οὐ πρόςεστι, Heracl. 549; ἐπεὰν προςῇ ἡ ὥρη, wenn die rechte Zeit da ist, Her. 4, 30, vulg. προςίῃ; Plat. ὅσα ἄλλα ἐμοὶ πρόςεστι, Phaedr. 227 d, u. öfter; auch = Einem zukommen, εἰ γὰρ προςῆν, Theaet. 150 b; Hipp. mai. 294 d; ὧν οὐδὲν ἐμοὶ προςὸν ἀπέδειξεν, Antiph. 5, 9.
-
3 περι-σχοινίζω
περι-σχοινίζω, mit einem Stricke, Seile, σχοῖνος, umgeben, umbinden, z. B. nach Poll. 8, 124 τὸ δικαστήριον, ὁπότε περὶ μυστικῶν δικάζοιεν, ἵνα μὴ προςίῃ μηδείς, ἀνεπόπτευτος ὤν, vgl. Dem. 25, 23, ἡ ἐξ Ἀρείου πάγου βουλὴ ὅταν ἐν. τῇ βασιλείῳ στοᾷ καϑεζομένη περισχοινίσηται. übh. scheinen die Richter vom Volke durch ein Seil getrennt worden zu sein.