Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

προκόττα

См. также в других словарях:

  • προκόττα — προκόττᾱ , προκόττα fem nom/voc/acc dual προκόττᾱ , προκόττα fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόκοττα — και προκόττα, ἡ, Α (δωρ. τ.) το προκόμιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κοττίς «κεφαλή», κατά τα θηλ. σε α] …   Dictionary of Greek

  • προκότταν — προκόττᾱν , προκόττα fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλέκτωρ — (I) (Α ἀλέκτωρ) κόκορας, πετεινός αρχ. 1. μτφ. για τον αυλό ή τους σαλπιγκτές 2. στη Μυκηναϊκή η λέξη μαρτυρείται έμμεσα με το όνομα Ἀλέκτωρ* (για άλλες σημασίες τής λέξεως βλ. αλέκτωρ II, III). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀλέκτωρ «κόκορας, πετεινός»… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»