-
1 προκρεμαμαι
свисать спереди(ἀπό τινος Arst.)
τὸ ἄνω χεῖλος τοῦ κάτω προκρεμώμενον Arst. — верхняя губа, нависающая над нижней -
2 προκρέμαμαι
προ-κρέμαμαι, vor- od. hervorhangen -
3 προκρεμαννύω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προκρεμαννύω
См. также в других словарях:
προκρεμμανύω — Α 1. κρεμώ μπροστά («προκρεμαννύειν σάκκους», Αιν. Τακτ.) 2. παθ. προκρέμαμαι κρέμομαι προς τα εμπρός, προεξέχω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κρεμαννύω «κρεμώ»] … Dictionary of Greek