-
1 προκρέμαμαι
προ-κρέμαμαι, vor- od. hervorhangen
См. также в других словарях:
προκρεμμανύω — Α 1. κρεμώ μπροστά («προκρεμαννύειν σάκκους», Αιν. Τακτ.) 2. παθ. προκρέμαμαι κρέμομαι προς τα εμπρός, προεξέχω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κρεμαννύω «κρεμώ»] … Dictionary of Greek