Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

προκαταστρέφω

См. также в других словарях:

  • προκαταστρέφω — Α 1. ανατρέπω, αναποδογυρίζω προηγουμένως 2. καταστρέφω, αφανίζω 3. φρ. α) «προκαταστρέφω τὸν βίον» πεθαίνω πρόωρα β) μτφ. «προκαταστρέφω εἴς τι» σταματώ, διακόπτω εκ τών προτέρων …   Dictionary of Greek

  • προκαταστροφή — ἡ, Α [προκαταστρέφω] 1. πρόωρος θάνατος 2. θάνατος πριν από τον θάνατο άλλων …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»