-
1 προκαταστρέφω
A subdue, overthrow beforehand, J.BJ4.7.3 ([voice] Med.).II (sc. τὸν βίον) die first, Phld.Herc. 1041.8, D.L.2.138: metaph., π. εἰς.. stop short at.., Epicur.Sent.25.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προκαταστρέφω
См. также в других словарях:
προκαταστρέφω — Α 1. ανατρέπω, αναποδογυρίζω προηγουμένως 2. καταστρέφω, αφανίζω 3. φρ. α) «προκαταστρέφω τὸν βίον» πεθαίνω πρόωρα β) μτφ. «προκαταστρέφω εἴς τι» σταματώ, διακόπτω εκ τών προτέρων … Dictionary of Greek
προκαταστροφή — ἡ, Α [προκαταστρέφω] 1. πρόωρος θάνατος 2. θάνατος πριν από τον θάνατο άλλων … Dictionary of Greek