-
1 προκαταστρέφω
προ-κατα-στρέφω, vorher od. zu früh umwenden; bes. sc. βίον, das Leben zu früh endigen, zu früh sterben
См. также в других словарях:
προκαταστρέφω — Α 1. ανατρέπω, αναποδογυρίζω προηγουμένως 2. καταστρέφω, αφανίζω 3. φρ. α) «προκαταστρέφω τὸν βίον» πεθαίνω πρόωρα β) μτφ. «προκαταστρέφω εἴς τι» σταματώ, διακόπτω εκ τών προτέρων … Dictionary of Greek
προκαταστροφή — ἡ, Α [προκαταστρέφω] 1. πρόωρος θάνατος 2. θάνατος πριν από τον θάνατο άλλων … Dictionary of Greek