-
1 προκαταρκτικος
31) непосредственно предшествующий(αἰτία Plut.)
τὰ προκαταρκτικά Sext. — непосредственные причины2) рит. вступительный3) стих. начинающийся с долгого слога -
2 προκαταρκτικός
προκαταρκτικόςinitial: masc nom sg -
3 προκαταρκτικός
η, ό[ν] 1.1) предварительный;προκαταρκτικόςές διαπραγματεύσεις — предварительные переговоры;
2) дип прелиминарный;3) исходный, первоначальный;προκαταρκτικόςές έννοιες — исходные понятия;
2. πλ.:τα προκαταρκτικόςά — а) предварительные меры, предварительные процедуры; — б) подготовка, приготовления
-
4 προκαταρκτικός
[про катар ктикос]εκ. предварительный, первоначальный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > προκαταρκτικός
-
5 προκαταρκτικός
[про катар ктикос] επ предварительный, первоначальный. -
6 προκαταρκτικός
A initial,αἰτία ἡ εἱμαρμένη Chrysipp.Stoic.2.292
; τὰ π. the immediate exciting causes of things, S.E.P.3.16, cf. Dsc.Ther.Praef., etc.; predisposing,αἰτία Sor.2.4
.2 παιὼν π. a paeon beginning with a long syllable ([pron. full] ¯ ?προκαταρκτικόςX?προκαταρκτικόςX?προκαταρκτικόςX), opp. καταληκτικός ([pron. full] ?προκαταρκτικόςX?προκαταρκτικόςX?προκαταρκτικόςX ¯ ), Demetr.Eloc.38,39.3 Rhet., prefatory, ἔννοιαι, νοήματα, Hermog.Id.2.9; τὰ π. ib.1.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προκαταρκτικός
-
7 προκαταρκτικός
προ-κατ-αρκτικός, ή, όν, vorher anfangend, τὰ πρ., die unmittelbare Veranlassung; παιών, der Päan mit vorangehender langer Silbe, im Ggstz von καταληκτικός -
8 προκαταρκτικός
préliminaire -
9 προκαταρκτικός
1) preliminarny przym.2) przedwstępny przym.3) wstępny przym. -
10 προκαταρκτικός
1) předběžný2) přípravný3) úvodní4) zahajovací -
11 προκαταρκτικός
preliminaryΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > προκαταρκτικός
-
12 préliminaire
προκαταρκτικός -
13 předběžný
προκαταρκτικός -
14 přípravný
προκαταρκτικός -
15 úvodní
προκαταρκτικός -
16 zahajovací
προκαταρκτικός -
17 preliminary
προκαταρκτικός -
18 preliminarny
προκαταρκτικός -
19 przedwstępny
προκαταρκτικός -
20 wstępny
προκαταρκτικός
См. также в других словарях:
προκαταρκτικός — initial masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταρκτικός — ή, ό / προκαταρκτικός, ή, όν, ΝΑ [προκατάρχομαι] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή γίνεται πριν από το κύριο έργο, προπαρασκευαστικός, προσεισαγωγικός (α. «προκαταρκτικές διαπραγματεύσεις» β. «προκαταρκτική διδασκαλία» γ. «προκαταρκτικαὶ ἔννοιαι»,… … Dictionary of Greek
προκαταρκτικός — ή, ό προπαρασκευαστικός, προεισαγωγικός, αρχικός: Προκαταρκτικές διαπραγματεύσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προκαταρκτικά — προκαταρκτικός initial neut nom/voc/acc pl προκαταρκτικά̱ , προκαταρκτικός initial fem nom/voc/acc dual προκαταρκτικά̱ , προκαταρκτικός initial fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταρκτικῶν — προκαταρκτικός initial fem gen pl προκαταρκτικός initial masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταρκτικόν — προκαταρκτικός initial masc acc sg προκαταρκτικός initial neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταρκτικαῖς — προκαταρκτικός initial fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταρκτικαί — προκαταρκτικός initial fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταρκτικοῖς — προκαταρκτικός initial masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταρκτικοῦ — προκαταρκτικός initial masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταρκτικῆς — προκαταρκτικός initial fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)