-
1 προκαταρκτικός
προ-κατ-αρκτικός, ή, όν, vorher anfangend, τὰ πρ., die unmittelbare Veranlassung; παιών, der Päan mit vorangehender langer Silbe, im Ggstz von καταληκτικός -
2 procatarcticus
procatarcticus, a, um (προκαταρκτικός), vorhergehend (rein lat. antecedens), causae, Cael. Aur. de morb. acut. 1, 1, 27.
-
3 procatarcticus
procatarcticus, a, um (προκαταρκτικός), vorhergehend (rein lat. antecedens), causae, Cael. Aur. de morb. acut. 1, 1, 27.Ausführliches Lateinisch-deutsches Handwörterbuch > procatarcticus
См. также в других словарях:
προκαταρκτικός — initial masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταρκτικός — ή, ό / προκαταρκτικός, ή, όν, ΝΑ [προκατάρχομαι] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή γίνεται πριν από το κύριο έργο, προπαρασκευαστικός, προσεισαγωγικός (α. «προκαταρκτικές διαπραγματεύσεις» β. «προκαταρκτική διδασκαλία» γ. «προκαταρκτικαὶ ἔννοιαι»,… … Dictionary of Greek
προκαταρκτικός — ή, ό προπαρασκευαστικός, προεισαγωγικός, αρχικός: Προκαταρκτικές διαπραγματεύσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προκαταρκτικά — προκαταρκτικός initial neut nom/voc/acc pl προκαταρκτικά̱ , προκαταρκτικός initial fem nom/voc/acc dual προκαταρκτικά̱ , προκαταρκτικός initial fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταρκτικῶν — προκαταρκτικός initial fem gen pl προκαταρκτικός initial masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταρκτικόν — προκαταρκτικός initial masc acc sg προκαταρκτικός initial neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταρκτικαῖς — προκαταρκτικός initial fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταρκτικαί — προκαταρκτικός initial fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταρκτικοῖς — προκαταρκτικός initial masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταρκτικοῦ — προκαταρκτικός initial masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταρκτικῆς — προκαταρκτικός initial fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)