-
21 προκαταρκτικά
προκαταρκτικόςinitial: neut nom /voc /acc plπροκαταρκτικά̱, προκαταρκτικόςinitial: fem nom /voc /acc dualπροκαταρκτικά̱, προκαταρκτικόςinitial: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
22 προκαταρκτικόν
προκαταρκτικόςinitial: masc acc sgπροκαταρκτικόςinitial: neut nom /voc /acc sg -
23 προκαταρκτικαί
προκαταρκτικόςinitial: fem nom /voc pl -
24 προκαταρκτική
προκαταρκτικόςinitial: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
25 προκαταρκτικήν
προκαταρκτικόςinitial: fem acc sg (attic epic ionic) -
26 подготовительный
1. тех. προπαρασκευαστικός 2. (предварительный) προκαταρκτικός, προπαρασκευαστικός 3. (служащий для предварительного обучения, подготовки и т.п.) προκαταρκτικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подготовительный
-
27 форконтакт
ο προκαταρκτικός καταλυτικός καθαριστής, - ирование ο προκαταρκτικός καταλυτικός καθαρισμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > форконтакт
-
28 προκαταρκτικωτέρα
προκαταρκτικωτέρᾱ, προκαταρκτικόςinitial: fem nom /voc /acc comp dualπροκαταρκτικωτέρᾱ, προκαταρκτικόςinitial: fem nom /voc comp sg (attic doric aeolic) -
29 προκαταρκτικών
-
30 προκαταρκτικῶν
-
31 предварительный
επ.1. προκαταρκτικός•-ые переговоры προκαταρκτικές συνομιλίες•
-ое следствие προανάκριση•
-ое заключения προφυλάκιση•
-ое условие προκαταρκτικός όρος•
-ые меры προκαταρκτικά μέτρα•
-ая команда προειδοποιητικό παράγγελμα.
2. προκαταβολικός, πρότερος. -
32 procatarcticus
procatarcticus, a, um (προκαταρκτικός), vorhergehend (rein lat. antecedens), causae, Cael. Aur. de morb. acut. 1, 1, 27.
-
33 ионизация
ο ιονισμόςвызванная гамма-излучением -, προκληθείς από ακτινοβολία γ(γάμμα)ступенчатая - βαθμιαίος, κλιμακωτός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ионизация
-
34 насыщение
ο κορεσμός, η πυκνότηταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > насыщение
-
35 показатель
1. тех. ο δείκτης, ο συντελεστής- адиабаты αδιαβατικός -, αδιά-θερμος -водородный - το δυναμικό /η δύναμη του υδρογόνου, το (pH)- преломления относительный - της διάθλασης, σχετικός2. мат. о εκθέτης 3. (то, по чемуможно судить ο развитии, ходе чего-л.) ηένδειξη, η κατάδειξη, το δείγμα, το μέτρο, τοκριτήριο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > показатель
-
36 предварительный
1. (предшествующий чему-л. основному, главному) προκαταρκτικός 2. (заблаговременный) προκαταβολικός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > предварительный
-
37 предочистка воды
ο προκαταρκτικός καθαρισμός ή επεξεργασία του νερούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > предочистка воды
-
38 прелиминарии
мн. дип. η προκαταρκτική συμφωνίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > прелиминарии
-
39 примерный
1. (рекомендуемый, приблизительный) προτεινόμενος, προκαταρκτικός, κατά προσέγγιση 2. (служащий примером для других, образцовый) υποδειγματικός, παραδειγματικός, πρότυπος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > примерный
-
40 продувка
тех. о καθαρισμός με πίεση του αέρα, το εμφύσημα, η εμφύσησηдополнительная - мет. συμπληρωματικός -повторная - мет. επαναληπτικός -предварительная - мет. προκαταρκτικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > продувка
См. также в других словарях:
προκαταρκτικός — initial masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταρκτικός — ή, ό / προκαταρκτικός, ή, όν, ΝΑ [προκατάρχομαι] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή γίνεται πριν από το κύριο έργο, προπαρασκευαστικός, προσεισαγωγικός (α. «προκαταρκτικές διαπραγματεύσεις» β. «προκαταρκτική διδασκαλία» γ. «προκαταρκτικαὶ ἔννοιαι»,… … Dictionary of Greek
προκαταρκτικός — ή, ό προπαρασκευαστικός, προεισαγωγικός, αρχικός: Προκαταρκτικές διαπραγματεύσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προκαταρκτικά — προκαταρκτικός initial neut nom/voc/acc pl προκαταρκτικά̱ , προκαταρκτικός initial fem nom/voc/acc dual προκαταρκτικά̱ , προκαταρκτικός initial fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταρκτικῶν — προκαταρκτικός initial fem gen pl προκαταρκτικός initial masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταρκτικόν — προκαταρκτικός initial masc acc sg προκαταρκτικός initial neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταρκτικαῖς — προκαταρκτικός initial fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταρκτικαί — προκαταρκτικός initial fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταρκτικοῖς — προκαταρκτικός initial masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταρκτικοῦ — προκαταρκτικός initial masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαταρκτικῆς — προκαταρκτικός initial fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)