Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

εξαντλώ

См. также в других словарях:

  • εξαντλώ — εξαντλώ, εξάντλησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εξαντλώ — (AM ἐξαντλῶ, έω) [αντλώ] καταναλώνω, ξοδεύω, σπαταλώ («μετὰ τῶν ἑταιρῶν ἐξαντλοῡντα ἤ τὸ πᾱν ἤ τὸ πολὺ τῆς οὐσίας», Αλκίφρ.) νεοελλ. 1. (για αφηρημ. ιδιότητες, έννοιες, πράγματα κ.λπ.) χρησιμοποιώ, διαθέτω πλήρως («εξαντλήθηκε η υπομονή μου») 2.… …   Dictionary of Greek

  • εξαντλώ — εξάντλησα, εξαντλήθηκα, εξαντλημένος, μτβ. 1. αντλώ ως το τέλος, εκκενώνω, αδειάζω. 2. μτφ., καταναλώνω κάτι τελείως, το τελειώνω εντελώς, κατασπαταλώ: Εξάντλησε την περιουσία του στη χαρτοπαιξία. 3. μτφ., εξασθενίζω, προκαλώ σωματική κατάπτωση,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐξαντλῶ — ἐξαντλέω drain pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐξαντλέω drain pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἐξαντλέω drain pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐξαντλέω drain pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επικαρπίζομαι — ἐπικαρπίζομαι (Α) εξαντλώ τα θρεπτικά συστατικά, αφαιρώ ή καταστρέφω την παραγωγική δύναμη («ἐπικαρπίζεται... ὁ αἰγίλωψ τὴν γῆν» το ζιζάνιο αφαιρεί τα θρεπτικά συστατικά τής γης, θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καρπίζομαι «εξαντλώ το παραγωγό… …   Dictionary of Greek

  • κατατρύω — (Α) 1. μέσ. κατατρύομαι κατατρύχω, εξαντλώ, αδυνατίζω 2. παθ. εξαντλούμαι από κάτι («κατατετρῡσθαι ὑπὸ τῆς πορείας», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τρύω «εξαντλώ, βασανίζω»] …   Dictionary of Greek

  • αδυνατίζω — (Μ ἀδυνατίζω) 1. γίνομαι αδύνατος, αχαμνός, χάνω βάρος, λεπταίνω 2. καταβάλλομαι, ατονώ, εξασθενώ 3. ελαττώνομαι, λιγοστεύω, φτωχαίνω («οι βρύσες αδυνάτισαν κι οι ποταμιές στερέψαν») 4. κάνω κάποιον αδύνατο ή άτονο, εξασθενίζω, εξαντλώ μσν. είμαι …   Dictionary of Greek

  • αλαπάζω — ἀλαπάζω (Α) 1. αδειάζω, εξαντλώ 2. καταβάλλω, κατανικώ 3. εκπορθώ, λεηλατώ 4. (για πρόσωπα) εξουδετερώνω, φονεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Η χρήση τύπων με ή χωρίς το ἀ δημιουργεί αβεβαιότητα ως προς την αρχική μορφή τής λέξης, κατά πόσον δηλ. το αρκτικό ἀ είναι …   Dictionary of Greek

  • αναγκεύω — Ι. ενεργ. 1. είμαι αναγκαίος σε κάποιον, με χρειάζεται 2. κάνω να υπάρχει ανάγκη, έλλειψη κάποιου πράγματος, καταναλίσκω, εξαντλώ 3. ενοχλώ, βασανίζω 4. χτυπώ κάποιον δυνατά ΙΙ. μέσ. 1. αναγκάζομαι, πιέζομαι 2. στενοχωριέμαι, δυσανασχετώ, αδημονώ …   Dictionary of Greek

  • αναισιμώ — ἀναισιμῶ ( όω) (Α) 1. χρησιμοποιώ, ξοδεύω, καταναλίσκω, εξαντλώ 2. μεταχειρίζομαι για κάποιο σκοπό 3. παθ. είμαι αναγκαίος, χρειάζομαι «πέντε ἡμέρες ἀναισιμοῡνται», χρειάζονται, απαιτούνται. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναίσιμος. ΠΑΡ. αρχ. ἀναισίσωμα] …   Dictionary of Greek

  • αντλώ — (Α ἀντλῶ, έω) νεοελλ. παίρνω κάποιο υγρό με αντλία αρχ. 1. βγάζω το νερό από το εσωτερικό του πλοίου 2. παίρνω νερό από κάπου 3. παροιμ. «ἠθμῷ ἀντλεῑν» το να ματαιοπονεί κάποιος 4. μτφ. α) καταβάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια, μετέρχομαι κάθε τρόπο ή …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»