-
1 истощать
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > истощать
-
2 исчерпать
ρ.σ.μ. εξαντλώ• καταναλώνω, ξοδεύω, τελειώνω•исчерпать весь запас εξαντλώ όλο το απόθεμα•
силы исчерпаны οι δυνάμεις εξαντλήθηκαν•
исчерпать средства εξαντλώ τα μέσα•
исчерпать вопрос εξαντλώ το θέμα•
исчерпать повестку дня εξαντλώ την ημερήσια διάταξη.
εξαντλούμαι• καταναλώνω, ξοδεύομαι, τελειώνω. -
3 истощать
истощ||а́тьнесов1. (изнурять) ἐξαντλώ·2. (растрачивать) ἐξαντλῶ, τελειώνω:\истощать запасы ἐξαντλώ τά ἀποθέματα· \истощать терпение ἐξαντλώ τήνὐπομονή. -
4 исчерпать
исчерпатьсов, исчерпывать несов1. (израсходовать) ξοδεύω, ξοδιάζω, ἐξαντλώ·2. перен ἐξαντλώ, τελειώνω, φέρνω είς πέρας:\исчерпать повестку заседа́ния ἐξαντλώ τήν ἡμερησία διάταξη τῆς συνεδρίασης· вопрос исчерпан τό ζήτημα ἐξαντλήθηκε. -
5 истощить
-щу, -щишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. истощённый, βρ: -щён, -щена, -щеноρ.σ.μ.1. εξασθενώ, εξαντλώ•лихорадка -ла его ο μεγάλος πυρετός τον εξάντλησε•
истощить терпение εξαντλώ την υπομονή.
2. αδυνατίζω κατ ισχνάί — νω. || λιγοστεύω•истощить запасы εξαντλώ τα αποθέματα.
3. (γΐα έδαφος) γίνομαι άγονος, φτωχαίνω, στειρεύω.εξαντλούμαι, εξα-σθενίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
6 изнурить
-
7 исчерпать
исчерпать, исчерпывать εξαντλώ τελειώνω (закончить)* * *= исчерпыватьεξαντλώ; τελειώνω ( закончить) -
8 выматывать
выматыватьнесов (изнурять) ἐξαντλώ, κατατρύχω, ταλαιπωρώ, ἐξασθενίζω:\выматывать все силы у кого́-л. ἐξαντλῶ ὀλες τίς δυνάμεις κάποιου· ◊ \выматывать всю ду́шу βγάζω τήν ψυχή. -
9 заморить
заморитьсов ἐξαντλώ, θανατώνω, πεθαίνω κάποιον:\заморить голодом ἐξαντλώ ἀπό τήν πείνα, πεθαίνω κάποιον στήν πείνα· ◊ \заморить червячка разг τσιμπάω κάτι, σπάζω τήν πείνα μου. -
10 изматывать
изматыватьнесов разг ἐξαντλώ, καταπονώ, τσακίζω:\изматывать нервы τσακίζω τά νεύρα· \изматывать свои́ силы ἐξαντλώ τίς δυνάμεις μου. -
11 выбрать
-беру, -берешь ρ.σ.μ.1. εκλέγω, επιλέγω, διαλέγω• ξεδιαλέγω, καθαρίζω•выбрать сор из семян καθαρίζω το σπόρο•
выбрать цитаты из классиков βγάζω περικοπές από τους κλασσικούς•
выбрать профессию εκλέγω επάγγελμα. выбрать себе модное платье διαλέγω για τον εαυτό μου φόρεμα μόδας.
2. εκλέγω με ψηφοφορία•выбрать президиум εκλέγω προεδρείο.
3. βγάζω, εξάγω• τραβώ, σύρω προς τα ε’ζω•выбрать все из сундука βγάζω όλα τα πράγματα από το σεντούκι" выбрать сеть τραβώ το δίχτυ.
|| εξαντλώ, καταναλώνω•выбрать все запасы εξαντλώ όλα τα αποθέματα.
4. βρίσκω, εξοικονομώ (για χρόνο)•не могу выбрать свободного часа δε μπορώ να βρω μια ώρα ελεύθερη.
5. λαβαίνω, παίρνω•выбрать патент παίρνω πατέντα,
απλ. βγάζω (ύστερα από συνδυασμούς, υπολογισμούς)" выбрать из остатков материала платье βγάζω (κόβω), από περισσεύματα (κομμάτια) υφασμάτων, ένδυμα.1. βγαίνω, εξέρχομαι με δυσκολία, ανάμεσα απο•выбрать из болота βγαίνω μέ δυσκολία από το βάλτο.
|| απαλλάσσομαι•выбрать из долгов βγαίνω από τα χρέη.
2. μετοικώ, μετακομίζομαι, αλλάζω κατοικία.3. βλ. выбрать (4 σημ.). -
12 изморось
изморось 1-и θ.ψιχάλα πολύ λεπτή.изморось 2ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. измбтанный, βρ: -тан, -а, -оκαταπονώ, κατακουράζω, τσακίζω, εξαντλώ•утомительная работа -ла его η κουραστική δουλειά τον εξάντλησε•
изморось врага в боях εξαντλώ τον εχθρό με τις μάχες.
καταπονούμαι, εξαντλούμαι, κατακουράζομαι. -
13 вырабатывать
1. (производить) παράγω, κατασκευάζω, φτιάχνω 2. (генериро-вать) παράγω 3. (составлять инструкции, наставления) εκπονώ 4. (развивать) αποκτώ 5. (истощать, исчерпывать запасы) εξαντλώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вырабатывать
-
14 загонять
1. (скот) μαντρώνω (τα ζώα) 2. (вбивать силой) μπήγω 3. (доводить до изнеможения животное) εξαντλώ/κουράζω το ζώο μέχρι εξάντλησης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > загонять
-
15 запас
1. (то, что запасено) το απόθεμαпополнять - συμπληρώνω/αναπληρώνω τα - ταмалые - ы μικρά - τα, ελάχιστα - ταнеизрасходованный - αχρησιμοποίητο -, μη χρησιμοποιημένο -неистощимые - ы ανεξάντλητα/αστείρευτα - ταнеисчерпаемые - ы см. неистощимые - ы2. (резерв) η εφεδρεία 3. (характеристика конструкции) η ανοχή, το επιτρεπόμενο όριο 4. текст. το γύρισμα 5. (слов) лингв. το λεξιλόγιοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > запас
-
16 лес
1. (пространство, обильно заросшее деревьями) το δάσος 2. (материал) η ξυλεί/α* истощать (запасы) - а εξαντλώ τα αποθέματα - αςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > лес
-
17 переутомление
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > переутомление
-
18 выжимать
выжиматьнесов1. (выдавливать) ἐκπιέζω, ἐκθλίβω, στίβω, ξεζουμίζω, ζύ-φω/ πατῶ (виноград)·2. (выкручивать) στραγγίζω, στίβω, ἀποξηραίνὠ3. спорт, (гирю, штангу) σηκώνω, αίρω (βάρη, ἀλτήρες)· ◊ \выжимать со́ки ξεζουμίζω, ἐξαντλώ, ἐξουθενῶ· \выжимать деньги · из кого-л. χαρατσώνω κάποιον, ἀποσπῶ χρήματα ἀπό κάποιον. -
19 высасывать
высасыватьнесов πιπιλίζω, ρουφώ, ἀπορροφώ, ἀπομυζώ· ◊ \высасывать все со́ки ξεζουμίζω, ἐξαντλώ· \высасывать из пальца βγάζω (или κατεβάζω) ἀπ· τό κεφάλι μου. -
20 вычеркивать
вычеркиватьнесов, вычеркнуть сов σβύνω, ἀποσβύνω, διαγράφω:\вычеркивать из списка διαγράφω ἀπό τόν κατάλογο· ◊ \вычеркивать из памяти σβύνω ἀπό τή μνήμη, вычерпать сов, вычерпывать несов1. (водоем и т. п.) ἀδειάζω, ἐξαντλῶ, ἐκκενώνω·2. (воду) ἀντλώ, βγάζω.
См. также в других словарях:
εξαντλώ — εξαντλώ, εξάντλησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εξαντλώ — (AM ἐξαντλῶ, έω) [αντλώ] καταναλώνω, ξοδεύω, σπαταλώ («μετὰ τῶν ἑταιρῶν ἐξαντλοῡντα ἤ τὸ πᾱν ἤ τὸ πολὺ τῆς οὐσίας», Αλκίφρ.) νεοελλ. 1. (για αφηρημ. ιδιότητες, έννοιες, πράγματα κ.λπ.) χρησιμοποιώ, διαθέτω πλήρως («εξαντλήθηκε η υπομονή μου») 2.… … Dictionary of Greek
εξαντλώ — εξάντλησα, εξαντλήθηκα, εξαντλημένος, μτβ. 1. αντλώ ως το τέλος, εκκενώνω, αδειάζω. 2. μτφ., καταναλώνω κάτι τελείως, το τελειώνω εντελώς, κατασπαταλώ: Εξάντλησε την περιουσία του στη χαρτοπαιξία. 3. μτφ., εξασθενίζω, προκαλώ σωματική κατάπτωση,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξαντλῶ — ἐξαντλέω drain pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐξαντλέω drain pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἐξαντλέω drain pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐξαντλέω drain pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επικαρπίζομαι — ἐπικαρπίζομαι (Α) εξαντλώ τα θρεπτικά συστατικά, αφαιρώ ή καταστρέφω την παραγωγική δύναμη («ἐπικαρπίζεται... ὁ αἰγίλωψ τὴν γῆν» το ζιζάνιο αφαιρεί τα θρεπτικά συστατικά τής γης, θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καρπίζομαι «εξαντλώ το παραγωγό… … Dictionary of Greek
κατατρύω — (Α) 1. μέσ. κατατρύομαι κατατρύχω, εξαντλώ, αδυνατίζω 2. παθ. εξαντλούμαι από κάτι («κατατετρῡσθαι ὑπὸ τῆς πορείας», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τρύω «εξαντλώ, βασανίζω»] … Dictionary of Greek
αδυνατίζω — (Μ ἀδυνατίζω) 1. γίνομαι αδύνατος, αχαμνός, χάνω βάρος, λεπταίνω 2. καταβάλλομαι, ατονώ, εξασθενώ 3. ελαττώνομαι, λιγοστεύω, φτωχαίνω («οι βρύσες αδυνάτισαν κι οι ποταμιές στερέψαν») 4. κάνω κάποιον αδύνατο ή άτονο, εξασθενίζω, εξαντλώ μσν. είμαι … Dictionary of Greek
αλαπάζω — ἀλαπάζω (Α) 1. αδειάζω, εξαντλώ 2. καταβάλλω, κατανικώ 3. εκπορθώ, λεηλατώ 4. (για πρόσωπα) εξουδετερώνω, φονεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Η χρήση τύπων με ή χωρίς το ἀ δημιουργεί αβεβαιότητα ως προς την αρχική μορφή τής λέξης, κατά πόσον δηλ. το αρκτικό ἀ είναι … Dictionary of Greek
αναγκεύω — Ι. ενεργ. 1. είμαι αναγκαίος σε κάποιον, με χρειάζεται 2. κάνω να υπάρχει ανάγκη, έλλειψη κάποιου πράγματος, καταναλίσκω, εξαντλώ 3. ενοχλώ, βασανίζω 4. χτυπώ κάποιον δυνατά ΙΙ. μέσ. 1. αναγκάζομαι, πιέζομαι 2. στενοχωριέμαι, δυσανασχετώ, αδημονώ … Dictionary of Greek
αναισιμώ — ἀναισιμῶ ( όω) (Α) 1. χρησιμοποιώ, ξοδεύω, καταναλίσκω, εξαντλώ 2. μεταχειρίζομαι για κάποιο σκοπό 3. παθ. είμαι αναγκαίος, χρειάζομαι «πέντε ἡμέρες ἀναισιμοῡνται», χρειάζονται, απαιτούνται. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναίσιμος. ΠΑΡ. αρχ. ἀναισίσωμα] … Dictionary of Greek
αντλώ — (Α ἀντλῶ, έω) νεοελλ. παίρνω κάποιο υγρό με αντλία αρχ. 1. βγάζω το νερό από το εσωτερικό του πλοίου 2. παίρνω νερό από κάπου 3. παροιμ. «ἠθμῷ ἀντλεῑν» το να ματαιοπονεί κάποιος 4. μτφ. α) καταβάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια, μετέρχομαι κάθε τρόπο ή … Dictionary of Greek