-
1 προκαλυμμα
- ατος τό1) завеса, покрывало(ἁβρόπηνα προκαλύμματα Aesch.)
προκαλύμματα ἔχειν δέρρεις Thuc. — быть прикрытым кожами;τὰ προκαλύμματα τῶν ὅπλων Plut. — доспехи2) перен. покров, прикрытие, личина, маскировка(τῆς βδελυρίας Luc.; ἁμαρτανομένων λόγοι προκαλύμματα γίγνονται Thuc.)
-
2 προκάλυμμα
προκάλυμμαanything put before: neut nom /voc /acc sg -
3 προκάλυμμα
2 covering, as a protection, Th.2.75; [σὰρξ ὀστέων] π. Ti.Locr.100b
.3 metaph., screen, cloak,ἁμαρτανομένων λόγοι.. π. γίγνονται Th.3.67
;τὸ σχῆμα τῆς θείας οἰκίας π. ποιούμενοι Jahresh. 23
Beibl. 285 ([place name] Ephesus);τῆς ἐπιβουλῆς J.BJ5.3.1
;τῆς βδελυρίας Luc.
Pseudol.31;π. προβεβλῆσθαι τῆς αὐτομολίας Id.Merc.Cond.5
; γευμάτων ἀπατηλῶν π. ἡ χολή, in jaundice, Aret.SD1.15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προκάλυμμα
-
4 προκάλυμμα
τό1) воен, прикрытие; 2) воен, укрытие; блиндаж; 3) занавес; ширма (тж. перен.) -
5 προκάλυμμα
προ-κάλυμμα, τό, alles, was man vor einen anderen Körper hängt, um ihn zu bedecken od. zu verhüllen, Vorhang, Decke; auch Deckmantel, Vorwand, Ausflucht -
6 προκαλυμμάτων
προκάλυμμαanything put before: neut gen pl -
7 προκαλύμμασι
προκάλυμμαanything put before: neut dat pl -
8 προκαλύμμασιν
προκάλυμμαanything put before: neut dat pl -
9 προκαλύμματα
προκάλυμμαanything put before: neut nom /voc /acc pl -
10 προκαλύμματι
προκάλυμμαanything put before: neut dat sg -
11 προκαλύμματος
προκάλυμμαanything put before: neut gen sg -
12 προ-κάλυμμα
προ-κάλυμμα, τό, Alles, was man vor einen andern Körper hängt, um ihn zu bedecken od. zu verhüllen, Vorhang, Decke; Aesch. Ag. 675, Tim Locr. 100 b; auch Deckmantel, Vorwand, Ausflucht, ἁμαρτανομένων λόγοι ἔπεσι κοσμηϑέντες προκαλύμματα γίγνονται, Thuc. 3, 67, vgl. 2, 75; Sp.: ὡς προκάλυμμα εἶεν τῆς βδελυρίας, Luc. Pseudol. 31; τῆς ἀπάτης, D. Hal. 6, 77.
См. также в других словарях:
προκάλυμμα — anything put before neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκάλυμμα — ύμματος, τὸ, ΝΑ [προκαλύπτω] 1. καθετί που χρησιμεύει για προκάλυψη 2. μτφ. πρόφαση, πρόσχημα, υπεκφυγή («ἁμαρτανομένων δὲ λόγοι ἔπεσι κοσμηθέντες προκαλύμματα γίγνονται», Θουκ.) νεοελλ. στρ. εδαφική έξαρση, θάμνος, βράχος, εδαφική πτυχή και… … Dictionary of Greek
προκάλυμμα — το, ατος καθετί που καλύπτει από εμπρός, προπέτασμα: Προκάλυμμα καπνού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προκαλυμμάτων — προκάλυμμα anything put before neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαλύμμασι — προκάλυμμα anything put before neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαλύμμασιν — προκάλυμμα anything put before neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαλύμματα — προκάλυμμα anything put before neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαλύμματι — προκάλυμμα anything put before neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαλύμματος — προκάλυμμα anything put before neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ДИМИТРИЙ СОЛУНСКИЙ — († ок. 306), вмч. (пам. 26 окт.), один из наиболее чтимых святых в правосл. мире, покровитель г. Фессалоника (слав. Солунь). Греки именуют Д. С. Мироточцем (ὁ μυροβλύτης / μυροβλήτης), т. к. его мощи источали миро, а в визант. текстах… … Православная энциклопедия
αμπρί — το πρόχωμα, προκάλυμμα οχυρού που προφυλάσσει τους υπερασπιστές του από τα πυρά πυροβολικού ή αεροπλάνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. abri «καταφύγιο»] … Dictionary of Greek