-
1 προκάλυμμα
προ-κάλυμμα, τό, alles, was man vor einen anderen Körper hängt, um ihn zu bedecken od. zu verhüllen, Vorhang, Decke; auch Deckmantel, Vorwand, Ausflucht -
2 προ-κάλυμμα
προ-κάλυμμα, τό, Alles, was man vor einen andern Körper hängt, um ihn zu bedecken od. zu verhüllen, Vorhang, Decke; Aesch. Ag. 675, Tim Locr. 100 b; auch Deckmantel, Vorwand, Ausflucht, ἁμαρτανομένων λόγοι ἔπεσι κοσμηϑέντες προκαλύμματα γίγνονται, Thuc. 3, 67, vgl. 2, 75; Sp.: ὡς προκάλυμμα εἶεν τῆς βδελυρίας, Luc. Pseudol. 31; τῆς ἀπάτης, D. Hal. 6, 77.
См. также в других словарях:
προκάλυμμα — anything put before neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκάλυμμα — ύμματος, τὸ, ΝΑ [προκαλύπτω] 1. καθετί που χρησιμεύει για προκάλυψη 2. μτφ. πρόφαση, πρόσχημα, υπεκφυγή («ἁμαρτανομένων δὲ λόγοι ἔπεσι κοσμηθέντες προκαλύμματα γίγνονται», Θουκ.) νεοελλ. στρ. εδαφική έξαρση, θάμνος, βράχος, εδαφική πτυχή και… … Dictionary of Greek
προκάλυμμα — το, ατος καθετί που καλύπτει από εμπρός, προπέτασμα: Προκάλυμμα καπνού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προκαλυμμάτων — προκάλυμμα anything put before neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαλύμμασι — προκάλυμμα anything put before neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαλύμμασιν — προκάλυμμα anything put before neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαλύμματα — προκάλυμμα anything put before neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαλύμματι — προκάλυμμα anything put before neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαλύμματος — προκάλυμμα anything put before neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ДИМИТРИЙ СОЛУНСКИЙ — († ок. 306), вмч. (пам. 26 окт.), один из наиболее чтимых святых в правосл. мире, покровитель г. Фессалоника (слав. Солунь). Греки именуют Д. С. Мироточцем (ὁ μυροβλύτης / μυροβλήτης), т. к. его мощи источали миро, а в визант. текстах… … Православная энциклопедия
αμπρί — το πρόχωμα, προκάλυμμα οχυρού που προφυλάσσει τους υπερασπιστές του από τα πυρά πυροβολικού ή αεροπλάνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. abri «καταφύγιο»] … Dictionary of Greek