-
1 Screen
subs.P προκάλυμμα, τό, παραφράγματα, τα, P. and V. πρόβλημα, τό.met., cloak: P. προκάλυμμα, τό, παραπέτασμα, τό.Pretext, excuse: P. and V. πρόσχημα, τό, πρόβλημα, τό.——————v. trans.Put as a screen in front: P. and V. προκαλύπτεσθαί (τί τινος or P. τι πρό τινος).Hide: P. and V. κρύπτειν, ἀποκρύπτειν, Ar. and V. καλύπτειν, V. συγκαλύπτειν (rare P.), ἀμπέχειν, ἀμπίσχειν, συναμπέχειν; see Hide.Defend: P. and V. προστατεῖν (gen.), προΐστασθαι (gen.).( We saw) the king himself holding his hand over his face to screen his eyes: V. ἄνακτα δʼ αὐτὸν ὀμμάτων ἐπίσκιον χεῖρʼ ἀντέχοντα κρατός (Soph., O.C. 1650).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Screen
-
2 блиндаж
блиндажм воен. τό πρόφραγμα, τό προκάλυμμα, ἡ θωράκιση. -
3 прикрытие
прикрытиес воен. ἡ κάλυψη, τό κάλυμμα, τό προκάλυμμα / ἡ συνοδεία (/сон-вой):под \прикрытием... ὑπό τήν προστασίαν...· под \прикрытием ночи перен καλυπτόμενος ἀπό τό σκοτάδι. -
4 декорация
-и θ.σκηνογραφία• σκηνικά. || μτφ. πρόσχημα, προκάλυμμα. -
5 ширма
-ы θ.1. το παραβάν.2. μτφ. προκάλυμμα• προπέτασμα. -
6 Cloak
subs.Ar. and P. ἱμάτιον, τό, χλανίς, ἡ, χλαμύς, ἡ (Xen.), Ar. and V. χλανίδιον, τό, χλαῖνα, ἡ, φᾶρος, τό, φάρος, τό, V. εἷμα, τό.Wearing a cloak: Ar. and P. ἀμπεχόμενος.met., pretext: P. and V. πρόφασις, ἡ, σκῆψις, ἡ, πρόσχημα, τό.Screen: P. προκάλυμμα, τό, παραπέτασμα, το.——————v. trans.See Hide.met., P. and V. ὑποστέλλεσθαι, ἐπικρύπτεσθαι, P. ἐπηλυγάζεσθαι, V. περιστέλλειν (or mid.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Cloak
-
7 Veil
subs.Ar. and P. κάλυμμα, τό, or pl.met., cloak: P. παραπέτασμα, τό, προκάλυμμα, τό.Draw veil over, v: P. ἐπικαλύπτειν; see Conceal.To cast a veil of darkness over my deeds: V. περικαλύψαι τοῖσι πράγμασι σκότον (Eur., Ion. 1522).——————v. trans.Veil oneself: Ar. and P. ἐγκαλύπτεσθαι (mid.), V. πρακαλύπτεσθαι (mid.), Ar. and V. καλύπτεσθαι (mid.).Cloak, screen: P. ἐπηλυγάζεσθαι, ἐπικαλύπτειν; see Cloak.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Veil
См. также в других словарях:
προκάλυμμα — anything put before neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκάλυμμα — ύμματος, τὸ, ΝΑ [προκαλύπτω] 1. καθετί που χρησιμεύει για προκάλυψη 2. μτφ. πρόφαση, πρόσχημα, υπεκφυγή («ἁμαρτανομένων δὲ λόγοι ἔπεσι κοσμηθέντες προκαλύμματα γίγνονται», Θουκ.) νεοελλ. στρ. εδαφική έξαρση, θάμνος, βράχος, εδαφική πτυχή και… … Dictionary of Greek
προκάλυμμα — το, ατος καθετί που καλύπτει από εμπρός, προπέτασμα: Προκάλυμμα καπνού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
προκαλυμμάτων — προκάλυμμα anything put before neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαλύμμασι — προκάλυμμα anything put before neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαλύμμασιν — προκάλυμμα anything put before neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαλύμματα — προκάλυμμα anything put before neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαλύμματι — προκάλυμμα anything put before neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προκαλύμματος — προκάλυμμα anything put before neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ДИМИТРИЙ СОЛУНСКИЙ — († ок. 306), вмч. (пам. 26 окт.), один из наиболее чтимых святых в правосл. мире, покровитель г. Фессалоника (слав. Солунь). Греки именуют Д. С. Мироточцем (ὁ μυροβλύτης / μυροβλήτης), т. к. его мощи источали миро, а в визант. текстах… … Православная энциклопедия
αμπρί — το πρόχωμα, προκάλυμμα οχυρού που προφυλάσσει τους υπερασπιστές του από τα πυρά πυροβολικού ή αεροπλάνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. abri «καταφύγιο»] … Dictionary of Greek