Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

προερῶ

См. также в других словарях:

  • προερῶ — προερέω say beforehand pres subj act 1st sg (attic epic doric) προερέω say beforehand pres ind act 1st sg (attic epic doric) προερῶ , προερέω say beforehand fut ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προερώ — έω, ΜΑ (χρησιμοποιείται ως μέλλων τού προλέγω* και τού προαγορεύω*) 1. (μτχ. παρακμ.) προειρημένος, η, ον βλ. προλέγω 2. παθ. προεροῡμαι (για πόλεμο) προκηρύσσομαι αρχ. 1. καλώ κάποιον δημοσία 2. φρ. «ἔπεμπε κήρυκας... προερέοντας» έστελνε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»