-
1 αντιπροβολη
См. также в других словарях:
αντιπροβολή — ἀντιπροβολή, η (Α) το να προτείνει κάποιος κάτι ή κάποιον αντί άλλου … Dictionary of Greek
ἀντιπροβολήν — ἀντιπροβολή proposing instead of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)