-
1 πρῑονωτός
πρῑονωτός, wie eine Säge gestaltet; τοῦ κρανίου τὸ πριονωτὸν μέρος, der mit sägenförmigen Näthen zusammengefügte Theil des Schädels, Arist. H. A. 3, 7 u. Sp. Bei Philostr. heißen πριονωτοί Schlangen mit sägenförmigem Kamme oder Rückenschuppen, vit. Apoll. 3, 2, weswegen man das Wort auch πριόνωτος geschrieben u. aus πρίων u. νῶτος hat ableiten wollen, vgl. Jac. Philostr. imagg. p. 263, was nicht richtig scheint. – Ἡ πριονωτή heißt eine Kriegsmaschine, Mathem. vett.
-
2 πριονωτος
-
3 πρῑονωτός
πρῑονωτός, wie eine Säge gestaltet; τοῦ κρανίου τὸ πριονωτὸν μέρος, der mit sägenförmigen Näten zusammengefügte Teil des Schädels; πριονωτοί Schlangen mit sägenförmigem Kamme oder Rückenschuppen; Ἡ πριονωτή heißt eine Kriegsmaschine -
4 πριονωτός
η, ό[ν] см. πριονοειδής -
5 πριονωτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πριονωτός
-
6 πριονωτά
πριονωτόςmade like a saw: neut nom /voc /acc plπριονωτά̱, πριονωτόςmade like a saw: fem nom /voc /acc dualπριονωτά̱, πριονωτόςmade like a saw: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
7 πριονωτόν
πριονωτόςmade like a saw: masc acc sgπριονωτόςmade like a saw: neut nom /voc /acc sg -
8 πριονωτή
πριονωτόςmade like a saw: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
9 πριόω
-
10 πρῑονόω
-
11 πριονωτή
-
12 πριονωτῇ
-
13 jagged
['‹æɡid](having rough or sharp and uneven edges: jagged rocks.) οδοντωτός, πριονωτός, ακανόνιστος- jaggedly- jaggedness -
14 serrated
[sə'reitid, ]( American[) 'sereitid](notched, as the edge of a saw is: A bread- knife is often serrated.) πριονωτός -
15 Serrated
adj.P. πριονωτός ( Aristotle).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Serrated
См. также в других словарях:
πριονωτός — ή, ό / πριονωτός, ή, όν, ΝΑ αυτός που έχει οδοντωτές εγκοπές όπως το πριόνι, οδοντωτός νεοελλ. φρ. «πριονωτή τάση» (ηλεκτρον.) μορφή ηλεκτρικής τάσης, δηλαδή διαφοράς δυναμικού, η οποία λαμβάνεται κατά τις διαδοχικές φορτίσεις και εκφορτίσεις… … Dictionary of Greek
πριονωτός — ή, ό αυτός που έχει εγκοπές σαν πριόνι: Τα φύλλα της μουριάς είναι πριονωτά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πριονωτά — πριονωτός made like a saw neut nom/voc/acc pl πριονωτά̱ , πριονωτός made like a saw fem nom/voc/acc dual πριονωτά̱ , πριονωτός made like a saw fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πριονωτόν — πριονωτός made like a saw masc acc sg πριονωτός made like a saw neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πριονωτῇ — πριονωτός made like a saw fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πριονωτή — πριονωτός made like a saw fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πριονιστός — ή, ό, Ν [πριονίζω] 1. αυτός που κόπηκε ή κατασκευάστηκε με πριόνι 2. αυτός που έχει οδοντωτές εγκοπές όπως το πριόνι, πριονωτός. επίρρ... πριονιστά Ν με πριονισμό … Dictionary of Greek
πριονώδης — ῶδες, Α [πρίων, ονος) πριονοειδής, πριονωτός («τόδε κατὰ τὰς πτέρυγας αὐταῑς πεποίκιλται λευκῷ πριονώδεσι σχήμασι», Κλύτ.). επίρρ... πριονωδῶς Α με πριονοειδή τρόπο, οδοντωτά … Dictionary of Greek
πριστός — ή, ό / πριστός, ή, όν, ΝΑ 1. κομμένος με πριόνι, πριονιστός, πριονισμένος 2. όμοιος με πριόνι, οδοντωτός, πριονωτός αρχ. 1. (σχετικά με μάρμαρο) αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να πριονίσει 2. φρ. «πριστὸς ἐλέφας» στιλβωμένο ελεφάντινο οστό,… … Dictionary of Greek
σβανάς — ο, Ν 1. το δρεπάνι 2. (ιδιωμ.) πριονωτός σουγιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. σλαβ. προέλευσης] … Dictionary of Greek