-
1 πρευμενώς
-
2 πρευμενῶς
-
3 πρευμενής
A soft of temper, gentle, gracious, τινι to one, A.Ag. 840, E.Hec. 538: abs.,ἴδοιτο.. πρευμενοῦς ἀπ' ὄμματος A.Supp. 210(207)
; . Adv., πρευμενῶς αἰτεῖσθαι, παραινέσαι, A.Pers. 220, 224; .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρευμενής
См. также в других словарях:
πρευμενῶς — πρευμενής soft of temper adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρευμενής — και πραϋμενής, ές, Α 1. ο ήπιος, φιλικός απέναντι σε κάποιον, πράος («δοκοῡντας εἶναι κάρτα πρευμενεῑς ἐμοί», Αισχύλ.) 2. (για γεγονότα, συμβάντα) ευνοϊκός, αίσιος, καλός («πρευμενοῡς.,. νόστου τυχόντας», Ευρ.) 3. αυτός που εξευμενίζει,… … Dictionary of Greek