-
1 πρευμενως
-
2 εισκομιζω
ион. и староатт. ἐσκομίζω1) приносить, привозить(χόρτον ἐσκομίσαι Hes.)
; med. привозить, ввозить к себе(τὰ ἐκ τῶν ἀγρῶν Thuc.)
2) уводить(πρευμενῶς τινα Aesch.; τινὰ ἐς οἶκον Soph.)
3) увозить, доставлять(τινὰ ἐς τέν πόλιν ἔτι ἔμπνουν Thuc.; ἐσκομίσασθαι πόλει Eur.; εἰσκομισθῆναί τινι Plut.)
; pass. уходить
См. также в других словарях:
πρευμενῶς — πρευμενής soft of temper adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρευμενής — και πραϋμενής, ές, Α 1. ο ήπιος, φιλικός απέναντι σε κάποιον, πράος («δοκοῡντας εἶναι κάρτα πρευμενεῑς ἐμοί», Αισχύλ.) 2. (για γεγονότα, συμβάντα) ευνοϊκός, αίσιος, καλός («πρευμενοῡς.,. νόστου τυχόντας», Ευρ.) 3. αυτός που εξευμενίζει,… … Dictionary of Greek