Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πρεμνόϑεν

См. также в других словарях:

  • πρεμνόθεν — from the stump indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρέμνοθεν — και πρεμνόθεν Α επίρρ. 1. από το κατώτερο μέρος τού κορμού, από τη ρίζα 2. ολοσχερώς, ολοκληρωτικά, εντελώς 3. από τον πάτο, από το βάθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρέμνον + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. πλευρό θεν)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»