-
1 πρεμνόθεν
πρεμνόθενfrom the stump: indeclform (adverb) -
2 πρέμνοθεν
A from the stump, i. e. utterly, cj. for πρυμνόθεν, A. Th. 71, 1061 (anap.); from the bottom, cj. in Call.Del.35.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρέμνοθεν
См. также в других словарях:
πρεμνόθεν — from the stump indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρέμνοθεν — και πρεμνόθεν Α επίρρ. 1. από το κατώτερο μέρος τού κορμού, από τη ρίζα 2. ολοσχερώς, ολοκληρωτικά, εντελώς 3. από τον πάτο, από το βάθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρέμνον + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. πλευρό θεν)] … Dictionary of Greek