-
61 κολαπτήρ
A chisel, IG11(2).199A86 (Delos, iii B.C.), 7.3073.132 (Lebad.), Plu.2.350d, Luc.Somn.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κολαπτήρ
-
62 κομιστήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κομιστήρ
-
63 κραντήρ
A one that accomplishes: κραντῆρες, οἱ, wisdom-teeth, which come last and complete the set, Arist. HA 501b25 ( κριτῆρες cited by EM742.37), Poll.2.93: generally, teeth, Nic.Th. 447 (sg.), Ruf.Onom.51: in sg., a boar's tusk, Lyc.833.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κραντήρ
-
64 κρατήρ
A mixing vessel, esp. bowl, in which wine was mixed with water, κ. ἀργύρεος, χρύσεος, Il.23.741, 219; [κ.] ἀργύρεος ἔστιν ἅπας, χρυσῷ δ' ἐπὶ χείλεα κεκράανται Od.4.615
; , cf. 247; κρητῆρι δὲ οἶνον μίσγον ib. 269;κρητῆρα κερασσάμενος Od.7.179
, 13.50; , cf.Sapph.51, Alc. 45, S.OC 159 (lyr.), Ar.Ec. 841; κρατῆρα κεράσαι Orac. ap. D.21.53, cf. Th.6.32; (Sigeum, vi B.C.); πίνοντες κρητῆρας drinking bowls of wine, Il.8.232; κρητῆρα στήσασθαι ἐλεύθερον to set up a bowl of wine to be drunk in honour of the deliverance 6.528, cf. Od.2.431; κρητῆρα ἐπιστέψασθαι ποτοῖο, v. ἐπιστέφω; κρατῆρος μέρος μετασχεῖν A.Ch. 291;σπονδὴ τρίτου κρατῆρος S.Fr. 425
.2 metaph., κ. ἀοιδᾶν, of the messenger who bears an ode, Pi.O.6.91; κ. κακῶν, of a sycophant, Ar.Ach. 937 (lyr.);τοσόνδε κρατῆρ' ἐν δόμοις κακων πλήσας.. ἐκπίνει A.Ag. 1397
; αἵματος κρατῆρα πολιτικοῦ στῆσαι, of civil war, D.H.7.44.3 a constellation, the Cup, Ptol.Tetr.27. -
65 κρατηρία
κρα-τηρ-ία, ἡ, foreg.,A bowl for compounding drugs, etc., Dsc.4.150, Zos.Alch.p.234 B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρατηρία
-
66 κρυπτήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρυπτήρ
-
67 κτιστήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κτιστήρ
-
68 κωλυτήρ
A = κωλυτής, τῶν ἀδικούντων Archyt.3;θεοὶ.. τῶν κακῶν κ. Porph.
ap. Eus.PE4.9;ἀριθμὸς κ. τῶν περαιτέρω ἐπιμορίων Iamb. in Nic.p.52
P.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κωλυτήρ
-
69 λαμπτήρ
A stand or grate for pine and other wood used for lighting rooms, Od.18.307 sq., 343, 19.63; ὦ χαῖρε, λ. νυκτός thou that lightest up the night, of a beacon-fire, A.Ag.22; ἕσπεροι λαμπτῆρες the evening watch-fires, S.Aj. 286;ἡλίου λαμπτῆρες E.Rh.60
.b epith. of Dionysus, Paus.7.27.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λαμπτήρ
-
70 λεαντήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεαντήρ
-
71 λουτήρ
-
72 μαλακτήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαλακτήρ
-
73 παυστήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παυστήρ
-
74 πειστήρ
A one who obeys, Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πειστήρ
-
75 πεκτήρ
-
76 περιχαρακτήρ
A instrument for detaching the gums before drawing teeth, Cael.Aur.TP2.4, Aët.8.36, Pall.in Hp.2.174 D.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιχαρακτήρ
-
77 πιεστήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πιεστήρ
-
78 πλαγκτήρ
A he that leads astray, the beguiler, or ([voice] Pass.) the roamer, epith. of Dionysus, AP9.524.17: fem. πλάγκτειρα, ἀτραπιτός, of the Zodiac, Hymn.Is.29.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλαγκτήρ
-
79 πληκτήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πληκτήρ
-
80 πλυτήρ
См. также в других словарях:
-τήρας — τήρ, ΝΜΑ παραγωγική κατάλ. ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία, όπως και η κατάλ. τωρ, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον δράστη ενέργειας. Οι δύο αυτές καταλήξεις ανάγονται στην ΙΕ κατάληξη * ter (πρβλ. και αρχ. ινδ. pi tā, λατ. pa … Dictionary of Greek
αναβατήρας — ( τήρ), ο 1. σκαλοπάτι, σκάλα 2. ανελκυστήρας, ασανσέρ 3. σκαλοπάτι οχήματος, μαρσπιέ 4. ο αναβολέας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναβαίνω. Η λ. με τη σημασία «σκαλοπάτι οχήματος» μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα «Ακρόπολις»] … Dictionary of Greek
-της — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη πλήθους αρσενικών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία έχει προέλθει από ΙΕ κατάληξη σε t (πρβλ. αρχαίο ινδικό pariksi t, ομηρικό περι κτί ται) επεκτεταμένη με φωνήεν ᾱ / η . Η κατάληξη της χρησιμοποιήθηκε για … Dictionary of Greek
-τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… … Dictionary of Greek
ζωστήρας — ο (AM ζωστήρ) 1. η ζώνη που περιβάλλει τη μέση, το ζωνάρι 2. καθετί που περιβάλλει σαν ζώνη κάτι άλλο 3. φρ. ιατρ. «ζωστήρας ή έρπης ζωστήρας» εξάνθημα τού δέρματος, είδος φυσαλλώδους δερματικής εκθύσεως νεοελλ. 1. η στρατιωτική ζώνη από την… … Dictionary of Greek
θυμιατή — θυμιατήρ, ῆρος, ὁ (ΑΜ) θυμιατό, θυμιατήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμιώ. Αξιοσημείωτη η κατάλ. τήρ, που δηλώνει συνήθως τον δράστη (πρβλ. δo τήρ), ορισμένες φορές όμως και το όργανο (πρβλ. ηθη τήρ)] … Dictionary of Greek
ιθυντήρ — ἰθυντήρ, ῆρος, ὁ και θηλ. ἰθύντειρα (Α) 1. αυτός που διευθύνει, που οδηγεί, ο πηδαλιούχος 2. ηγεμόνας, διοικητής, κυβερνήτης 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἰθύντειρα επίθ. τής Δίκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύνω + κατάλ. αρσ. τηρ (θηλ. τειρα), πρβλ. δο τήρ, κυβερνη … Dictionary of Greek
ικτήρ — ἱκτήρ, ῆρος, ὁ (Α) 1. ικέτης 2. φρ. «Ζεὺς ἱκτήρ» Ζευς προστάτης τών ικετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἱκ τών ρ. ἵκω, ἱκνοῦμαι + επίθημα τηρ (πρβλ. λου τήρ, μηνυ τήρ)] … Dictionary of Greek
καμινευτήρας — ο (Α καμινευτήρ, θηλ. καμινεύτρια) 1. καμινευτής*, καμινάρης 2. συσκευή που παράγει κατευθυνόμενη φλόγα υψηλής θερμοκρασίας με καύση αέριου μίγματος, αλλ. καμινευτικός αυλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμινεύω + κατάλ. τήρ (πρβλ. καμπ τήρ, κρα τήρ)] … Dictionary of Greek
κλητήρας — ο (AM κλητήρ, ῆρος) αυτός που καλεί κάποιον στο δικαστήριο («ἀνακύψεται κλητῆρ ἄγουσ ἕωθεν ἡ Σαλαμινία», Αριστοφ.) νεοελλ. 1. κατώτερος δημόσιος ή ιδιωτικός υπάλληλος, που εκτελεί βοηθητικές εργασίες α) «δικαστικός κλητήρας» υπάλληλος αρμόδιος… … Dictionary of Greek
κλιμακτήρας — ο (AM κλιμακτήρ, ῆρος) σκαλί σκάλας, σκαλοπάτι, βαθμίδα, αναβαθμός («ἐν ἑπτά κλιμακτῆρσιν ἀνέβαινον ἐπ αὐτόν», ΠΔ) νεοελλ. το τμήμα κλίμακας που ενώνει δύο πλατύσκαλα μσν. αρχ. μτφ. 1: στάδιο, βαθμίδα («τὰ των πειρασμῶν πάθη κλιμακτήρας… … Dictionary of Greek