-
1 ὀφλισκάνω
ὀφλισκάνω, dazu gehört fut. ὀφλήσω, perf. ὤφληκα u. aor. ὦφλον, ὀφλεῖν, denn ein praes. ὄφλω kommt nicht vor, obschon der inf. oft ὄφλειν, auch von den Alten schon, accentuirt ist, vgl. Lehrs de stud. Aristarch. Hom. p. 263; Phot. p. 364, 16 bemerkt ὄφλειν ausdrücklich als att. und führt auch ὄφλουσι an; bei Bekker steht ὄφλειν Antiph. 5, 13, wo es aor. ist; ὄφλων Ar. Ach. 659. 661; ὄφλειν ist vulg. l. Plat. Rep. V, 451 a Alc. I, 121 b, u. so auch beim partic. in den unten angeführten Stellen; aor. ὤφλησε Lys. 13, 65; – sich schuldig machen, verwirken, schulden; besonders δίκην, einen Proceß verlieren und Strafe verwirken, ὀφλὼν γὰρ ἁρπαγῆς τε καὶ κλοπῆς δίκην, Aesch. Ag. 520; ἀπ' ἐμᾶς φρενὸς οὔποτ' ὀφλήσει κακίαν, Soph. O. R. 512; αὐϑαδία τοι σκαιότητ' ὀφλισκάνει, Ant. 1015, wie μώρῳ μωρίαν ὀφλισκάνω 966, ich ziehe mir den Vorwurf der Thorheit zu, erscheine als thöricht; vgl. ἀμαϑίαν ὀφλήσομεν Eur. Hec. 327; δειλίην ὤφλεε (v. l. ὦφλε) πρὸς βασιλῆος, Her. 8, 26; γέλωτα, sich lächerlich machen, Ar. Nubb. 1018; Plat. Theaet. 161 e; auch γέλωτ' ἂν ὄφλοι πρὸς ἡμᾶς, Hipp. mai 282 a; γέλωτα ὀφλήσειν παρ' ἐμαυτῷ, Phaed. 117 a; häufig bei Folgdn, wie Pol. 40, 6, 9; ἄνοιαν ὀφλισκάνειν Dem. 1, 26, αἰσχύνην ὤφληκε 2, 3. – Am häufigsten mit dem accus. oder gen. (wobei man δίκην ergäntzt, wie es vollständig heißt ἐάν τινι πατὴρ καὶ πάππου πα τὴρ ὄφλωσι ϑανάτου δίκην, Plat. Legg. IX, 856 d, wie Apol. 39 b; δίκας, δίκην, Ar. Nubb. 34 Av. 1457; ἐξούλας, γραφάς, Andoc. 1, 73; κλοπῆς, δώρων, ib. 74) des Rechtshandels, den man verloren, der Sache, für die man Strafe verwirkt hat, der Schuld, der man überführt ist, τῷ ὠφληκότι φόνου, Plat. Legg. IX, 874 b; ὠφληκότες μοχϑηρίαν καὶ ἀδικίαν, Apol. 39 b; ἢν δέ τις ὄφλῃ τὴν τοιαύτην δίκην, Legg. VIII, 843 b; ὅτι ἂν ὦφλε χιλίας δραχμάς, Apol. 36 a; u. absol., ἵνα μὴ ὄφλωμεν, Crat. 433 a; ὀφλεῖν ἐρήμην δίκην, Antiph. 5, 13; φόνου δίκην ὠφληκώς, 5, 16; ὤφλησεν ὑμῖν μυρίας δραχμάς, Lys. 13, 65; ἐάν τις ἀστρατείας ὄφλῃ, Dem. 24, 103, wenn Einer wegen nicht geleisteter Kriegsdienste verurtheilt worden; ἐπ' ἀμφοτέροις (συκοφαντίᾳ καὶ παρανομίᾳ) ὤφληκεν, 25, 19; ὄφλειν u. ὄφλων steht auch 29, 34; Xen. An. 5, 8, 1 sagt Φιλήσιος μὲν ὦφλε καὶ Ξανϑικλῆς τῆς φυλακῆς τῶν χρημάτων τὸ μείωμα, εἴκοσι μνᾶς. – Sp. = ὀφείλω, Schulden haben, App. B. C. 2, 8.
См. также в других словарях:
-τήρας — τήρ, ΝΜΑ παραγωγική κατάλ. ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία, όπως και η κατάλ. τωρ, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον δράστη ενέργειας. Οι δύο αυτές καταλήξεις ανάγονται στην ΙΕ κατάληξη * ter (πρβλ. και αρχ. ινδ. pi tā, λατ. pa … Dictionary of Greek
αναβατήρας — ( τήρ), ο 1. σκαλοπάτι, σκάλα 2. ανελκυστήρας, ασανσέρ 3. σκαλοπάτι οχήματος, μαρσπιέ 4. ο αναβολέας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναβαίνω. Η λ. με τη σημασία «σκαλοπάτι οχήματος» μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα «Ακρόπολις»] … Dictionary of Greek
-της — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη πλήθους αρσενικών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία έχει προέλθει από ΙΕ κατάληξη σε t (πρβλ. αρχαίο ινδικό pariksi t, ομηρικό περι κτί ται) επεκτεταμένη με φωνήεν ᾱ / η . Η κατάληξη της χρησιμοποιήθηκε για … Dictionary of Greek
-τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… … Dictionary of Greek
ζωστήρας — ο (AM ζωστήρ) 1. η ζώνη που περιβάλλει τη μέση, το ζωνάρι 2. καθετί που περιβάλλει σαν ζώνη κάτι άλλο 3. φρ. ιατρ. «ζωστήρας ή έρπης ζωστήρας» εξάνθημα τού δέρματος, είδος φυσαλλώδους δερματικής εκθύσεως νεοελλ. 1. η στρατιωτική ζώνη από την… … Dictionary of Greek
θυμιατή — θυμιατήρ, ῆρος, ὁ (ΑΜ) θυμιατό, θυμιατήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμιώ. Αξιοσημείωτη η κατάλ. τήρ, που δηλώνει συνήθως τον δράστη (πρβλ. δo τήρ), ορισμένες φορές όμως και το όργανο (πρβλ. ηθη τήρ)] … Dictionary of Greek
ιθυντήρ — ἰθυντήρ, ῆρος, ὁ και θηλ. ἰθύντειρα (Α) 1. αυτός που διευθύνει, που οδηγεί, ο πηδαλιούχος 2. ηγεμόνας, διοικητής, κυβερνήτης 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἰθύντειρα επίθ. τής Δίκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύνω + κατάλ. αρσ. τηρ (θηλ. τειρα), πρβλ. δο τήρ, κυβερνη … Dictionary of Greek
ικτήρ — ἱκτήρ, ῆρος, ὁ (Α) 1. ικέτης 2. φρ. «Ζεὺς ἱκτήρ» Ζευς προστάτης τών ικετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἱκ τών ρ. ἵκω, ἱκνοῦμαι + επίθημα τηρ (πρβλ. λου τήρ, μηνυ τήρ)] … Dictionary of Greek
καμινευτήρας — ο (Α καμινευτήρ, θηλ. καμινεύτρια) 1. καμινευτής*, καμινάρης 2. συσκευή που παράγει κατευθυνόμενη φλόγα υψηλής θερμοκρασίας με καύση αέριου μίγματος, αλλ. καμινευτικός αυλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμινεύω + κατάλ. τήρ (πρβλ. καμπ τήρ, κρα τήρ)] … Dictionary of Greek
κλητήρας — ο (AM κλητήρ, ῆρος) αυτός που καλεί κάποιον στο δικαστήριο («ἀνακύψεται κλητῆρ ἄγουσ ἕωθεν ἡ Σαλαμινία», Αριστοφ.) νεοελλ. 1. κατώτερος δημόσιος ή ιδιωτικός υπάλληλος, που εκτελεί βοηθητικές εργασίες α) «δικαστικός κλητήρας» υπάλληλος αρμόδιος… … Dictionary of Greek
κλιμακτήρας — ο (AM κλιμακτήρ, ῆρος) σκαλί σκάλας, σκαλοπάτι, βαθμίδα, αναβαθμός («ἐν ἑπτά κλιμακτῆρσιν ἀνέβαινον ἐπ αὐτόν», ΠΔ) νεοελλ. το τμήμα κλίμακας που ενώνει δύο πλατύσκαλα μσν. αρχ. μτφ. 1: στάδιο, βαθμίδα («τὰ των πειρασμῶν πάθη κλιμακτήρας… … Dictionary of Greek