-
81 τυφλο-ποιός
τυφλο-ποιός, blind machend, blendend, Schol. Theocr. 10, 19.
-
82 τυμβο-ποιός
τυμβο-ποιός, einen Grabhügel machend, Sp.
-
83 ταπεινο-ποιός
ταπεινο-ποιός, demüthigend, Sp.
-
84 τερατο-ποιός
τερατο-ποιός, Wunder thuend, der Gaukler, Sp.
-
85 τευχο-ποιός
τευχο-ποιός, Erkl. zum Vor., Schol. Lycophr. 1379.
-
86 τειχο-ποιός
τειχο-ποιός, Mauern machend, Befestigungswerke errichtend, Luc. de salt. 41. – In Athen eine obrigkeitliche Person, der die Aufsicht über die Erhaltung und Ausbesserung der Stadtmauern oblag, Dem. 18, 55 u. öfter, wofür ib. 118 steht ἐπιμελητὴς τῆς τῶν τειχῶν ἐπισκευῆς; ἄρχων τὴν τῶν τειχοποιῶν ἀρχήν Aesch. 3, 24.
-
87 τεκνο-ποιός
τεκνο-ποιός, Kinder machend, sowohl gebärend, γυνή, Her. 1, 59, als zeugend, πόσις, Eur. Troad. 853; dah. τὰ τεκνοποιὰ ἀφροδίσια, Xen. Hier. 1, 29, mit Frauen, im Ggstz der παιδικά. – Uebh. fähig zu gebären, fruchtbar, Her. 5, 40.
-
88 τελειο-ποιός
τελειο-ποιός, vollkommen machend, Sp.
-
89 τοξο-ποιός
τοξο-ποιός, Bogen machend, Sp.
-
90 τῡρο-ποιός
τῡρο-ποιός, Käse machend, bereitend, Sp.
-
91 φρῑκο-ποιός
φρῑκο-ποιός, Schauder machend, erregend, Ath. III, 74 c.
-
92 φωτο-ποιός
φωτο-ποιός, Licht machend, erleuchtend, Iambl.
-
93 φαρμακο-ποιός
φαρμακο-ποιός, Arzneien machend, Heilmittel bereitend, Gift mischend, Malerfarben zubereitend, Sp.
-
94 φιλτρο-ποιός
φιλτρο-ποιός, Liebeszauber, Liebestränke bereitend, Aristaen. 2, 18.
-
95 φιλο-ποιός
φιλο-ποιός, lieb machend, zum Freunde machend, Freundschaft stiftend, τὸ φιλ. τῆς τραπέζης, Plut. Symp. praefat. u. Cat. mai. 25.
-
96 φθειρο-ποιός
φθειρο-ποιός, 1) Läuse machend, erzeugend, ἔριον Plut. Symp. 2, 9. – 2) πίτυς φϑειροποιός, eine Fichte, die kleine Zapfen trägt (s. φϑείρ 3), Theophr.
-
97 φθορο-ποιός
φθορο-ποιός, Schaden bereitend, dah. verderbend, schädlich, tödtlich; Plut.; Philo bei Suid.
-
98 χρησμο-ποιός
χρησμο-ποιός, Orakel in Verse fassend, Luc. Alex. 23.
-
99 χρηματο-ποιός
χρηματο-ποιός, Vermögen verschaffend, gewährend; Ar. Eccl. 442; Xen. Oec. 20, 15.
-
100 χρῡσο-ποιός
χρῡσο-ποιός, Gold bearbeitend, ὁ χρυσοποιός, der Goldarbeiter, Luc. Char. 12. – Später auch der Goldmacher, Alchymist.
См. также в других словарях:
ποιός — of a certain nature masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποῖος — of what kind? masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
ποιος — ποια, ποιο / ποῑος, ποία, ποῑον, ΝΜΑ και ιων. τ. κοῖος, η, ον, Α (ερωτ. αντων.) χρησιμοποιείται στις ερωτηματικές προτάσεις προκειμένου από την απάντηση να δηλωθεί: 1. η ταυτότητα προσώπου, τόπου ή πράγματος (α. «ποιος ρώτησε;, Εγώ» β. «ποιος… … Dictionary of Greek
ποιός — ά, όν, ΝΜΑ (αόρ. αντων.) το ουδ. ως ουσ. το ποιόν βλ. ποιόν μσν. αρχ. αυτός που έχει μια ποιότητα, κάποια εσωτερικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τα οποία συγκροτούν την ιδιαίτερη φύση του αρχ. (πάντοτε με την αντων. τις) 1. κάποιος, λίγος, λιγοστός … Dictionary of Greek
ποιός — ή, ό γεν. ποιου και ποιανού, ποιας και ποιανής, ερωτ. αντων.: Ποιος ήρθε; – Ποιανού είναι το καπέλο; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ποιά — ποιός of a certain nature neut nom/voc/acc pl ποιά̱ , ποιός of a certain nature fem nom/voc/acc dual ποιά̱ , ποιός of a certain nature fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιόν — ποιός of a certain nature masc acc sg ποιός of a certain nature neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποῖον — ποῖος of what kind? masc acc sg ποῖος of what kind? neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιαῖς — ποιός of a certain nature fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιαί — ποιός of a certain nature fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)