-
1 χρησμο-ποιός
χρησμο-ποιός, Orakel in Verse fassend, Luc. Alex. 23.
-
2 χρησμοποιός
χρησμο-ποιός, όν,A making oracles in verse, Luc.Alex. 23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρησμοποιός
-
3 χρησμοποιός
-
4 χρησμοποιος
См. также в других словарях:
Μουσείο, Αρχαιολογικό Ολυμπίας — Οι συστηματικές ανασκαφές στο ιερό της Ολυμπίας, τον προσφιλέστερο λατρευτικό χώρο της αρχαίας Ελλάδας, άρχισαν το 1875, από Γερμανούς αρχαιολόγους, και με ολιγόχρονες διακοπές συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών βρήκαν… … Dictionary of Greek