Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

φθορο-ποιός

См. также в других словарях:

  • εφαπλωματοποιός — ο ο κατασκευαστής παπλωμάτων, κν. παπλωματάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφάπλωμα + ποιός (< ποιώ), πρβλ. υποδηματο ποιός, φθορο ποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Νέα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • νησοποιώ — (ΑΜ νησοποιῶ, έω) μεταβάλλω μιαν έκταση σε νησί, αφού τήν αποκόψω με διώρυγα από τη συνέχειά της στην ξηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < νῆσος + ποιῶ (< ποιός*), πρβλ. νοσο ποιώ, φθορο ποιώ] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»