-
1 φθορο-ποιός
φθορο-ποιός, Schaden bereitend, dah. verderbend, schädlich, tödtlich; Plut.; Philo bei Suid.
-
2 φθοροποιός
φθορο-ποιός, όν,A causing destruction, Boëth.Stoic.3.265, Petos. ap. Vett. Val.80.7, Dsc.Alex. Praef., Placit.5.30.1, Doroth. in Cat.Cod.Astr.2.196;δύναμις Ph.2.96
;πάθος Simp. in Cael.436.26
: c. gen., Ph.2.327, al.;τῶν ζῴων Gp.2.27.5
;μεταβολὴ φ. τοῦ μεταβαλλομένου Dam.Pr. 414
.2 abortifacient, Ps.-Dsc.1.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φθοροποιός
-
3 φθοροποιός
φθορο-ποιός, Schaden bereitend, dah. verderbend, schädlich, tödlich -
4 φθοροποιος
-
5 θοροποιός
θορο-ποιός, όν,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θοροποιός
См. также в других словарях:
εφαπλωματοποιός — ο ο κατασκευαστής παπλωμάτων, κν. παπλωματάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφάπλωμα + ποιός (< ποιώ), πρβλ. υποδηματο ποιός, φθορο ποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Νέα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
νησοποιώ — (ΑΜ νησοποιῶ, έω) μεταβάλλω μιαν έκταση σε νησί, αφού τήν αποκόψω με διώρυγα από τη συνέχειά της στην ξηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < νῆσος + ποιῶ (< ποιός*), πρβλ. νοσο ποιώ, φθορο ποιώ] … Dictionary of Greek