-
21 πτερό-πους
πτερό-πους, οδος, mit gefiedertem od. geflügeltem Fuße, Hermes, Philodem. 28 ( Plan. 234).
-
22 πτηνό-πους
πτηνό-πους, ποδος, mit beflügelten Füßen, schnellfüßig, Sp.
-
23 παχύ-πους
-
24 περισσό-πους
περισσό-πους, mit einem überzähligen Fuße, Nonn. D. 7, 43.
-
25 περί-πους
περί-πους, = περιπόδιος 2, rings anschließend, anpassend, VLL.
-
26 πεντά-πους
πεντά-πους, ὁ, ἡ, fünffüßig, Arr.
-
27 πεντέ-πους
πεντέ-πους, ὁ, ἡ, = πεντάπους, Plat. Theaet. 147 d u. A.
-
28 παλίμ-πους
παλίμ-πους, ποδος, zurückgehend; παλίμπους στεῖχε, Mel. 108 (V, 165); στῆσαι παλίμπουν εἰς πάτραν, Lycophr. 126; τύχη, Ios.
-
29 πνοή-πους
-
30 ποσά-πους
ποσά-πους, ὁ, ἡ, wie vielfüßig? Plat. Men. 85 b u. Sp.
-
31 πουλύ-πους
πουλύ-πους, ὁ, ion. statt πολύπους.
-
32 πλατύ-πους
πλατύ-πους, breitfüßig, D. L. 1, 81.
-
33 πολυ-τρί-πους
πολυ-τρί-πους, οδος, reich an Dreifüßen, Sparta, Alex. Aet. 3 (VII, 709).
-
34 πολύ-πους
πολύ-πους, ὁ, ἡ, acc. πολύπουν u. πολύποδα (vgl. Buttm. auss. Gramm. I p. 178), p. πουλύπους, neutr. πολύπουν, Posidipp. bei Stob. fl. 99, 29, – vielfüßig, mit vielen Füßen; ἥξει καὶ πολύπους καὶ πολύχειρ ἁ Ἐρινύς, Soph. El. 479; Plat. Tim. 92 a; Arist.; Plut. Symp. 2, 3. – Als subst. der Vielfuß; – a) der Meerpolyp; Od. 5, 432 H. h. Ap. 77, beide Male in der poet. Form; πετροφυής, Phocyl. 44; oft bei Ath. VII, 316, bei dem aus den comic. viele Beispiele angeführt werden; auch in der poet. Form πολύπος, welche falsch accentuirt πόλυπος geschrieben wird, vgl. Ath. a. a. O. 316 b 318 e f; auch πουλύπος, Theogn. 215, wie Antip. Th. 44 (IX, 10); Opp. Hal. 1, 310 u. öfter; im gen. πολύπου; dor. u. äol. πωλύπους u. πωλύπος, s. Koen zu Greg. Cor. p. 634, u. daraus das lat. Pōlypus. – b) der Kellerwurm, Kellerassel, auch ὄνος κατοικίδιος, Sp. – c) Auswuchs von erweiterten Gefäßen, bes. in der Nase, Nasenpolyp, Herzpolyp u. dgl., Medic. – d) auch, wie πολυπόδιον, ein Kraut.
-
35 στρεβλό-πους
στρεβλό-πους, gen. ποδος, mit verdrehten, krummen Füßen, Philoxen. gloss.
-
36 στρουθό-πους
στρουθό-πους, ποδος, mit Sperlings- od. Straußsüßen, Schol. Ar. Av. 876, = μεγαλόπους.
-
37 στερεό-πους
στερεό-πους, ποδος, mit hartem Fuße, Schol. Il. 8, 41.
-
38 στενό-πους
στενό-πους, ὁ, ἡ, dünnfüßig, Sp.
-
39 στικτό-πους
στικτό-πους, ουν, gen. ποδος, buntfüßig, Opp. Cyn. 1, 307.
-
40 στεγανό-πους
στεγανό-πους, π οδος, sich mit den Füßen bedeckend, ein Volk wie die σκιάποδες, Alcm. bei Strab. 7, 3, 6; – τὰ στεγανόποδα, Arist. H. A. 2, 12, sind Thiere, deren Zehen mit einer Schwimmhaut verbunden sind, wie die Biber, Ggstz σχιζόπους.
См. также в других словарях:
πούς — foot masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek
πους (πόδι) — Μονάδα μήκους· ρωμαϊκός = 0,296 μ., παρισινός = 0,3248 μ., αγγλικός, ρωσικός, αμερικανικός 0,304 μ … Dictionary of Greek
Ἀλλ’ οὐδεὶς οἶδεν ὅπου με θλίβει ποῦς. — См. У всякого своя блошка … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ρεγιέ, Zορζ Aντουάν Πους — (Rayet, 1839 – 1906). Γάλλος αστρονόμος. Αρχικά διορίστηκε έκτακτος αστρονόμος και τμηματάρχης της μετεωρολογικής υπηρεσίας του αστεροσκοπείου του Παρισιού. Το 1874 διορίστηκε στο πανεπιστήμιο της Μασσαλίας και το 1876 στο Μπορντό όπου, μετά από… … Dictionary of Greek
ποδοῖιν — πούς foot masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδοῖν — πούς foot masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδός — πούς foot masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποσσί — πούς foot masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποσσίν — πούς foot masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποσί — πούς foot masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)