-
81 γεισί-πους
γεισί-πους, nach Harpocr. τὸ ἐξέχον τῆς δοκοῦ, ἐφ' οὗ τὸ γεῖσόν ἐστι.
-
82 καμψί-πους
καμψί-πους, ποδος, den Fuß biegend, einknickend, u. so zum Niederstürzen zwingend; so heißt die Erinys, die den Menschen zum Falle bringt, demüthigt, Aesch. Spt. 773. Vgl. καμπεσίγουνος.
-
83 κακό-πους
-
84 καναχή-πους
καναχή-πους, ποδος, klangfüßig; von stampfenden Rossen Hes. bei Plut. conv. sept. sap. 10; Opp. Cyn. 2, 431.
-
85 καλό-πους
-
86 κορωνό-πους
κορωνό-πους, ποδος, ὁ, Krähenfuß, ein Kraut, Theophr., Diosc.
-
87 κουφό-πους
κουφό-πους, ποδος, leichtfüßig, Hesych.
-
88 κοινό-πους
κοινό-πους, ποδος, gemeinsames Fußes, d. i. zugleich ankommend, ἡμῶν κοινόπουν παρουσίαν Soph. El. 1093, = ἥμᾶς κοινῇ παρόντας.
-
89 κονιό-πους
κονιό-πους, ποδος, ὁ, ἡ, auch κονίπους und κονιορτόπους, 1) Staubfuß, mit bestaubten Füßen, nach Plut. quaest. graec. 1 das Volk in Epidaurus, das auf dem Lande lebte, weil sie, wenn sie in der Stadt erschienen, bestaubte Füße hatten. – 2) eine Art leichter Schuhe mit schmalen Sohlen, welche nicht den ganzen Fuß bedeckten, so daß der Fuß bestaubt wird, VLL.; Ar. γέρων δὲ χωρεῖ χλανίδα καὶ κονίποδα ἔχων, Eccl. 848; Hesych. nennt sie μοιχικά, vielleicht weil die Ehebrecher sie der Leichtigkeit halber trugen, u. um nicht entdeckt zu werden.
-
90 κονιορτό-πους
κονιορτό-πους, ποδος, s. das Vorige.
-
91 κονί-πους
-
92 κολοβό-πους
κολοβό-πους, ποδος, mit verstümmelten Füßen, Sp.
-
93 κλῑνό-πους
κλῑνό-πους, ποδος, ὁ, Bett-, Sänftenfuß, Sp.
-
94 εὔ-πους
-
95 κᾱλό-πους
κᾱλό-πους, ποδος, ὁ, Holzfuß, d. i. Schusterleisten, Plat. Conv. 191 a οἱ σκυτοτόμοι περὶ τὸν καλόποδα (Bekk. καλάποδα) λεαίνοντες τὰς τῶν σκυτῶν ῥυτίδας; Sp.
-
96 εἰλί-πους
εἰλί-πους, οδος, schleppfüßig, d. h. die Hinterfüße im Gehen schwerfällig nachschleppend (schwerwandelnd, Voß), Hom. stets als Beiwort der Rinder, wie Hes. Th. 983; ohne Zusatz, die Rinder, Theocr. 25, 131. – Eupolis bei Ath. VII, 286 b nennt auch so die Frauen, die wegen ihres breiteren Beckens langsamer gehen, od. nach den Alten (s. Paus. bei Eust. Od. 1394, 40) διὰ τὴν ἔνδεσιν τῶν μηρῶν, vgl. Mein. II, 489.
-
97 βαρύ-πους
-
98 δρακοντό-πους
δρακοντό-πους, πουν, οδος, drachen-, schlangenfüßig, Sp.
-
99 μαραί-πους
μαραί-πους, - ποδος, erkl. Hesych. ὁ μεμαρασμένος τοὺς πόδας.
-
100 δω-δεκά-πους
δω-δεκά-πους, ουν, οδος, zwölffüßig; στοιχεῖον, σκιά, von dem Schatten der Sonnenuhr; wenn dieser zwölffüßig, war es Essenszeit, κληϑεὶς εἰς ἑστίασιν δωδεκάποδος, sc. σκιᾶς οὔσης, Menand. bei Ath. VI, 245 a; B. A. 242.
См. также в других словарях:
πούς — foot masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek
πους (πόδι) — Μονάδα μήκους· ρωμαϊκός = 0,296 μ., παρισινός = 0,3248 μ., αγγλικός, ρωσικός, αμερικανικός 0,304 μ … Dictionary of Greek
Ἀλλ’ οὐδεὶς οἶδεν ὅπου με θλίβει ποῦς. — См. У всякого своя блошка … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ρεγιέ, Zορζ Aντουάν Πους — (Rayet, 1839 – 1906). Γάλλος αστρονόμος. Αρχικά διορίστηκε έκτακτος αστρονόμος και τμηματάρχης της μετεωρολογικής υπηρεσίας του αστεροσκοπείου του Παρισιού. Το 1874 διορίστηκε στο πανεπιστήμιο της Μασσαλίας και το 1876 στο Μπορντό όπου, μετά από… … Dictionary of Greek
ποδοῖιν — πούς foot masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδοῖν — πούς foot masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδός — πούς foot masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποσσί — πούς foot masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποσσίν — πούς foot masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποσί — πούς foot masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)