-
101 νεό-πους
-
102 μεγαλό-πους
μεγαλό-πους, πουν, gen. ποδος, großfüßig; Schol. Ar. Av. 877; Arist. H. A. 9, 21.
-
103 μελάμ-πους
μελάμ-πους, πουν, gen. ποδος, schwarzfüßig, Sp.
-
104 δασύ-πους
-
105 μακρό-πους
μακρό-πους, οδος, langfüßig, Hesych.
-
106 δισσό-πους
δισσό-πους, doppeltfüßig, p. bei Euseb.
-
107 δεινό-πους
δεινό-πους, οδος, mit schrecklichem Fuße, Ἀρά, die schrecklich verfolgende Rachegöttin, Soph. O. R. 418.
-
108 δεκά-πους
-
109 μαλακαί-πους
μαλακαί-πους, - ποδος, zartfüßig od. sanft einherschreitend, Ὁραι, Theocr. 15, 103.
-
110 δολιχό-πους
δολιχό-πους, ουν, ποδος, = δολιχήπους?.
-
111 δολιχή-πους
δολιχή-πους, ουν, ποδος, langfüßig, Numen. bei Ath. VII, 305 a.
-
112 δολιό-πους
δολιό-πους, ουν, ποδος, listiges Fußes, listig einherschleichend, Soph. El. 1384.
-
113 δί-πους
-
114 μονό-πους
-
115 νηξί-πους
-
116 θυελλό-πους
θυελλό-πους, οδος, = ἀελλόπους, ἵπποι Nonn. D. 37, 441.
-
117 λασιό-πους
λασιό-πους, - ποδος, rauchfüßig, conj. für δασύπους, Babr. 69, 1.
-
118 λεπτό-πους
λεπτό-πους, - πουν, gen. - ποδος, dünn-, schlanksüßig, Schol. Ar. Av. 1292.
-
119 λευκό-πους
λευκό-πους, - ποδος, weißfüßig, Βάκχαι, mit nackten Füßen; Eur. Cycl. 72; Ar. Lys. 665; Ὀρέστης Anacr. 8, 5.
-
120 λειό-πους
См. также в других словарях:
πούς — foot masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek
πους (πόδι) — Μονάδα μήκους· ρωμαϊκός = 0,296 μ., παρισινός = 0,3248 μ., αγγλικός, ρωσικός, αμερικανικός 0,304 μ … Dictionary of Greek
Ἀλλ’ οὐδεὶς οἶδεν ὅπου με θλίβει ποῦς. — См. У всякого своя блошка … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ρεγιέ, Zορζ Aντουάν Πους — (Rayet, 1839 – 1906). Γάλλος αστρονόμος. Αρχικά διορίστηκε έκτακτος αστρονόμος και τμηματάρχης της μετεωρολογικής υπηρεσίας του αστεροσκοπείου του Παρισιού. Το 1874 διορίστηκε στο πανεπιστήμιο της Μασσαλίας και το 1876 στο Μπορντό όπου, μετά από… … Dictionary of Greek
ποδοῖιν — πούς foot masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδοῖν — πούς foot masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδός — πούς foot masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποσσί — πούς foot masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποσσίν — πούς foot masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποσί — πούς foot masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)