-
1 Ποταμοι
-
2 ποταμοὶ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ποταμοὶ
-
3 αδιαβατος
-
4 Αιγος
ποταμοί οἱ, тж. Αἰγὸς ποταμός ὅ Эгоспотамы или Эгоспотамос, «Козья река» (речка с одноим. городом в Херсонесе Фракийском, впадающая в Геллеспонт; здесь Лисандр нанес поражение афинянам в 405 г. до н.э.) Her., Xen., Diog.L. -
5 αναδυομαι
поэт. тж. ἀνδυομαι (fut. ἀναδύσομαι с ῡ, aor. 1 ἀνεδῡσάμην, aor. 2 ἀνέδῡν)1) выходить (из глубины), подниматься (на поверхность), всплывать, выныривать(ἁλός, κῦμα θαλάσσης Hom.; ἐκ τοῦ βυθοῦ Arst., Plut.)
Ἀφροδίτη ἀναδυομένη Plin. — Афродита, выходящая из воды ( картина Апеллеса);ὅπου ἂν ἐγὼ κρούσω τῷ ποδὴ τέν γῆν, ἀναδύσονται δυνάμεις Plut. — где я топну ногой, появятся войска ( слова Помпея)2) отступать вглубь, укрываться, прятаться(ἐς ὅμιλον Hom.; ἐξ ἀγορᾶς Plut.)
ἀνέδυσαν οἱ ποταμοί Plut. — реки иссякли3) увертываться, уклоняться, избегать(πόλεμον Hom.; ἔξοδον Polyb.)
δεδοικὼς καὴ ἀναδυόμενος Plut. — будучи охвачен страхом и (всячески) увиливая;ἀ. τὰ ὡμολογημένα Plat. — отрекаться от признанного -
6 βληχρος
-
7 επεμβαλλω
1) (на что-л.) набрасывать, кластьπῶμα πίθοιο ἐ. Hes. — накрывать сосуд крышкой;
στόμια ἐπεμβαλεῖν τινι Eur. — поглотить кого-л.2) (еще) подбрасывать, добавлять(ψυχρόν, sc. τῷ λουτρῷ Plut.; χοίνικας τέσσαρας ὑπὲρ τὸ μέτρον Luc.)
3) втыкать, вонзать (sc. τὸ προβόλιον Xen.)4) вставлять(γράμματα Plat.)
5) (сверх того) обрушивать(δόμους Eur.; τῶν λίθων πολλούς Plut.)
6) бросать с силой7) забрасывать словамиγιγνώσκοντι ἐ. Arst. — затемнять ясное ( точнее забрасывать словами знающего)
8) выставлять, представлятьἐ. (v. l. ἐπαγγέλλειν) ἑαυτὸν τῷ λόγῳ τῆς γῆς σωτῆρα Soph. — предлагать себя в спасители страны
9) вливаться, впадатьἐπεμβάλλοντες ποταμοί Xen. — притоки
-
8 επιλειπω
1) оставлять (позади)τὸ ἐπιλειπόμενον ἤρξατο δρόμῳ Xen. — остальная (т.е. отставшая) часть (войска) пустилась бежать (вдогонку)
2) оставлять без внимания, упускатьὡς οὔτ΄ ἂν τῶν ἐμῶν ἐπιλίποιμι οὐδέν, οὔτε τῶν φίλων Plat. — я не пожалел бы ни своего ни чужого;
μυρία ἐπιλείπω λέγων Plat. — я обхожу молчанием множество (прочих) обстоятельств3) подходить к концу, кончаться, истощаться, иссякать(ἐπιλείπει τὰ φρέατα Dem.; οὐκ ἐπιλείπει ἥ θάλασσα ὥσπερ οἱ ποταμοί Arst.; ἐπιλιπούσης τῆς δυνάμεως Plut.)
τὰ ἐπιτήδεια ἐπέλιπε Xen. — продовольствие вышло;κοῖον ὕδωρ οὐκ ἐπέλιπε ; Her. — какой воды хватило бы (чтобы напоить войско Ксеркса)?;τοῦ ἡλίου τὸ φῶς ἐπέλιπε Plut. — наступило затмение солнца;ἐπειδὰν αὐτοὺς ἐπιλίπωσιν αἱ φανεραὴ ἐλπίδες, ἐπὴ τὰς ἀφανεῖς καθίστανται Thuc. — когда у них не станет ясных надежд, они хватаются за призрачные4) не хватать, недоставатьἐπιλείψει με λέγοντα ἥ ἡμέρα Dem. и με διηγούμενον ὅ χρόνος NT. — чтобы рассказать (об этом), мне дня ( или времени) не хватит;
σῖτος ἐπιλιπών Thuc. — нехватка продовольствия, голод -
9 ζαθεος
3 и 2целиком отданный божеству, божественный, священный(Κίλλα Hom.; Ἰσθμός Pind.; Ὤλενος Aesch.; Κρήτα Eur.; ἄνεμοι Hes.; ποταμοί, μολπαί Arph.; κεφαλή, Ἀπόλλων Anth.)
-
10 ιφθιμος
-
11 ξυρρηγνυμι
(aor. συνέρρηξα; pass.: aor. 2 συνερράγην, pf. συνέρρηγμαι; к 4-6: pf. συνέρρωγα, ppf. συνερρώγειν)1) разбивать(τέν κεφαλήν Plut.)
κακοῖσι συνέρρηκται Hom. — он надломлен невзгодами2) смешивать3) заставить разразиться, т.е. вызывать(πόλεμον Plut.)
τοῦ πολέμου συρραγέντος Plut. — когда вспыхнула война;κραυγέ συνερρήγνυτο πανταχόθεν Plut. — отовсюду раздавался крик;πότου συρραγέντος Plut. — в разгаре попойки4) сталкиваться, сшибаться, схватываться в бою(τινι Plut.)
αἱ πεζαὴ δυνάμεις συνερράγησαν Plut. — пешие армии завязали сражение5) встречаться, сливаться, соединяться(εἰς ἓν τρῆμα Arst.)
ποταμοί συρρηγνῦσι ἐς τὸν Ἕρμον Her. — (эти) реки вместе впадают в Герм6) разражаться, вспыхивать(οὐ μέντοι ὅ πόλεμός πω ξυνερρώγει Thuc.)
-
12 συρρηγνυμι
(aor. συνέρρηξα; pass.: aor. 2 συνερράγην, pf. συνέρρηγμαι; к 4-6: pf. συνέρρωγα, ppf. συνερρώγειν)1) разбивать(τέν κεφαλήν Plut.)
κακοῖσι συνέρρηκται Hom. — он надломлен невзгодами2) смешивать3) заставить разразиться, т.е. вызывать(πόλεμον Plut.)
τοῦ πολέμου συρραγέντος Plut. — когда вспыхнула война;κραυγέ συνερρήγνυτο πανταχόθεν Plut. — отовсюду раздавался крик;πότου συρραγέντος Plut. — в разгаре попойки4) сталкиваться, сшибаться, схватываться в бою(τινι Plut.)
αἱ πεζαὴ δυνάμεις συνερράγησαν Plut. — пешие армии завязали сражение5) встречаться, сливаться, соединяться(εἰς ἓν τρῆμα Arst.)
ποταμοί συρρηγνῦσι ἐς τὸν Ἕρμον Her. — (эти) реки вместе впадают в Герм6) разражаться, вспыхивать(οὐ μέντοι ὅ πόλεμός πω ξυνερρώγει Thuc.)
-
13 τελματιαιος
-
14 συμβάλλω
(αόρ. συνέβαλα и συνέβαλαν, παθ. αόρ. συνεβλήθην, μετχ. πρκ. συμβεβλημένος) 1. μετ. вносить свой вклад; способствовать, содействовать (чему-л.);2. αμετ. сливаться, соединяться;οι ποταμοί συμβάλλουν — реки сливаются;
συμβάλλομαι — заключать договор; — договариваться; — уславливаться
См. также в других словарях:
Ποταμοί — I Παράλιος οικισμός (υψόμ. 15 μ.), στην πρώην επαρχία Ιεράπετρας, του νομού Λασιθίου. Υπάγεται διοικητικά στον ομώνυμο δήμο. II Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 390 μ.) του νομού Δράμας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (56 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και … Dictionary of Greek
ποταμοῖ — πρόσ ἀμόω hang pres ind mp 2nd sg (epic doric aeolic) πρόσ ἀμόω hang pres opt act 3rd sg (epic doric) πρόσ ἀμόω hang pres ind act 3rd sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποταμοί — ποταμός river masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αιγός Ποταμοί — Μικρό ποτάμι (τουρκ. Καράκοβα τσάι) στη χερσόνησο της Καλλίπολης και, κατά την αρχαιότητα, ομώνυμη μικρή πόλη στις εκβολές του, απέναντι από τη Λάμψακο. Εκεί, τον Αύγουστο του 405 π.Χ. ο σπαρτιάτικος στόλος (περίπου 200 τριήρεις) με αρχηγό τον… … Dictionary of Greek
Έξω Ποτάμοι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 840 μ., 24 κάτ.) του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, στο οροπέδιο του Λασιθίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίου Νικολάου … Dictionary of Greek
Μέσα Ποτάμοι — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 880 μ., 40 κάτ.) του νομού Λασιθίου. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, στο οροπέδιο του Λασιθίου, 32 χλμ. ΒΔ του Αγίου Νικολάου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίου Νικολάου … Dictionary of Greek
Αιγός ποταμοί — αρχαίο όνομα μικρού ποταμού στη Θράκη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek