-
1 ιφθιμος
-
2 αδης
1) Гадес, Аид (сын Кроноса и Реи, брат Зевса и Посидона, властитель подземного царства); его эпитеты у Hom.καταχθόνιος «подземный», ἀναξ ἐνέρων и ἐνέροισιν ἀνάσσων «властелин обитателей подземного царства», πελώριος «чудовищный», στυγερός «страшный», πυλάρτης «хранитель (подземных) врат», κρατερὁς и ἴφθιμος «могущественный», κλυτόπωλος «обладатель замечательных коней», κυανοχαίτης «темногривый»;
2) царство Аида, подземное царство Hom., Pind., Luc.3) ад NT.4) кончина, смерть Pind.ᾅδης πόντιος Aesch. — смерть в море;
ταχὺς ᾅδης Eur. — скорая смерть5) могила Pind.τειχίζειν ᾅδην Anth. — устраивать могилу
См. также в других словарях:
ίφθιμος — ἴφθιμος, ον, θηλ. και η (Α) 1. (γενικά αλλά και κυρίως για ήρωες και για τον Άδη) δυνατός, ισχυρός, ρωμαλέος 2. (για γυναίκες) α) εύρωστη β) ευπρεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η απουσία αρχικού F δεν επιτρέπει τη σύνδεση τής λ. με τους τ. ἴς,… … Dictionary of Greek
ἴφθιμος — ἴφθῑμος , ἴφθιμος stout masc nom sg ἴφθῑμος , ἴφθιμος stout masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴφθιμον — ἴφθῑμον , ἴφθιμος stout masc acc sg ἴφθῑμον , ἴφθιμος stout neut nom/voc/acc sg ἴφθῑμον , ἴφθιμος stout masc/fem acc sg ἴφθῑμον , ἴφθιμος stout neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰφθίμων — ἰφθί̱μων , ἴφθιμος stout fem gen pl ἰφθί̱μων , ἴφθιμος stout masc/neut gen pl ἰφθί̱μων , ἴφθιμος stout masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰφθιμότατος — ἰφθῑμότατος , ἴφθιμος stout masc nom superl sg ἰφθῑμότατος , ἴφθιμος stout masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰφθιμότερος — ἰφθῑμότερος , ἴφθιμος stout masc nom comp sg ἰφθῑμότερος , ἴφθιμος stout masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰφθίμα — ἰφθί̱μᾱ , ἴφθιμος stout fem nom/voc/acc dual ἰφθί̱μᾱ , ἴφθιμος stout fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰφθίμας — ἰφθί̱μᾱς , ἴφθιμος stout fem acc pl ἰφθί̱μᾱς , ἴφθιμος stout fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰφθίμοιο — ἰφθί̱μοιο , ἴφθιμος stout masc/neut gen sg (epic) ἰφθί̱μοιο , ἴφθιμος stout masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰφθίμοις — ἰφθί̱μοις , ἴφθιμος stout masc/neut dat pl ἰφθί̱μοις , ἴφθιμος stout masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰφθίμοισι — ἰφθί̱μοισι , ἴφθιμος stout masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἰφθί̱μοισι , ἴφθιμος stout masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)