-
1 αδιαβατος
-
2 αδιάβατος
η, ο [ος, ον ] 1. непроходимый; непролазный; непроезжий; не переходимый вброд (о реке);αδιάβατη λάσπη — непролазная грязь;
2. (τό) непроходимость (дороги и т. п.) -
3 αδιάβατος
[адьяватос] επ непроходимый. -
4 αδιαπόρευτος
ος, ον см. αδιάβατος -
5 άπορος
См. также в других словарях:
ἀδιάβατος — not to be passed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιάβατος — η, ο (Α ἀδιάβατος, ον) [διαβαίνω] αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν διαβεί, να τόν περάσει, ή που τόν διαβαίνει με δυσκολία … Dictionary of Greek
αδιάβατος — η, ο αυτός που περνιέται δύσκολα ή δεν περνιέται καθόλου: Σ ένα σημείο ο δρόμος είναι αδιάβατος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδιάβατον — ἀδιάβατος not to be passed masc/fem acc sg ἀδιάβατος not to be passed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαβάτους — ἀδιάβατος not to be passed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαβάτων — ἀδιάβατος not to be passed masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαβάτῳ — ἀδιάβατος not to be passed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιάβατα — ἀδιάβατος not to be passed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιάβατοι — ἀδιάβατος not to be passed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Адиабатический процесс — Тепловые процессы Статья является частью одноименн … Википедия
непроходьныи — (9*) пр. 1.Непроходимый; труднодоступный: да не въ брегъ въпадемъ. ли в рѣкы непроходны... ли в пѹстыню непроходнѹ. (ἀεροτους) ПНЧ 1296, 174; ѿшедъ... въ скровено мѣсто. и ѡти(ну)дь непроходно. ПНЧ XIV, 146г; пропасть межю велика и непроходна.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)