-
1 βληχρος
-
2 α-
ἀ-(ᾰ) приставка со знач.:1) отсутствия (ἀ privativum), соотв. русск. не- , без-2) совместности, объединения (ἀ copulativum), соотв. русск. равно-, одно- , совместно, со-3) усиления (ἀ intensivum), соотв. русск. сильно, весьма(ἄξυλος, ἄβρομος)
4) чисто фонетическая приставка, не влияющая на смысл слова (ἀ protheticum, тж. paremphaticum, euphonicum)(ἀβληχρός вм. βληχρός)
-
3 αβληχρος
31) слабый, бессильный, немощный(χείρ, τείχεα Hom.)
2) легкий, тихий, безмятежный(θάνατος Hom.)
3) медленный(νόσος, δρόμοι Plut.)
См. также в других словарях:
βληχρός — βληχρός, ά, όν (Α) 1. άτονος, μαλακός 2. (για πυρετό) χαμηλός, λίγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη μεθομηρική, η οποία στον Όμηρο απαντά ως αβληχρός*, με α προθεματικό. Κατά την επικρατέστερη άποψη, η λ. βληχρός, αν και ιωνική, συνδέεται πιθανώς με τη λ. βλᾱξ* … Dictionary of Greek
βληχρός — faint masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλῆχρος — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βληχρά — βληχρός faint neut nom/voc/acc pl βληχρά̱ , βληχρός faint fem nom/voc/acc dual βληχρά̱ , βληχρός faint fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βληχρότερον — βληχρός faint adverbial comp βληχρός faint masc acc comp sg βληχρός faint neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βληχρῶν — βληχρός faint fem gen pl βληχρός faint masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βληχρόν — βληχρός faint masc acc sg βληχρός faint neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βληχραῖς — βληχρός faint fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βληχραί — βληχρός faint fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βληχροτάτου — βληχρός faint masc/neut gen superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βληχροτέρη — βληχρός faint fem nom/voc comp sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)