Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πορρωτάτω

См. также в других словарях:

  • πορρωτάτω — προσωτέρω further on attic (irreg̱superl indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CURSUS — I. CURSUS Graece Δρόμος, in Aegyptiorum templis, dictum est in ingressu eorum pavimentum, Latitudine iugeri aut paulo minus, Longitudine triplâ, aut quadruplâ, apud Callimachum. Λιθόςτρωτον vocat Strabo, l. 17, post quam partem erat Προπύλαιον… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • προσωτάτω — και πορρωτάτω Α επίρρ. (υπερθ. τ.) βλ. πρόσω …   Dictionary of Greek

  • πρόσω — ΝΜΑ, ποιητ. τ. πρόσσω και πόρσω, αττ. τ. πόρρω, συγκριτ. τ. προσωτέρω και πορρωτέρω, ποιητ. τ. συγκριτ. πόρσιον, υπερθ. τ. προσωτάτω και πορρωτάτω, ποιητ. τ. υπερθ. πόρσιστα, Α επιρρ. (τοπ. με την έννοια τής κινήσεως) προς τα εμπρός (α. «πρόσω… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»