-
1 πόρσιον
-
2 πορσιον
-
3 πόρσιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πόρσιον
-
4 πόρσιον
πρόσωforwards: irreg̱comp poetic indeclform (adverb) -
5 πόρσω
aI beyond, furtherοὐκέτι πρόσω ἀβάταν ἅλα κιόνων ὕπερ Ἡρακλέος περᾶν εὐμαρές N. 3.20
c. art.,τὸ πόρσω δ' ἐστὶ σοφοῖς ἄβατον κἀσόφοις O. 3.44
αἰσχύνων ἐπιχώρια παπταίνει τὰ πόρσω P. 3.22
II of time τὸ δὲ σαφανὲς ἰὼν πόρσω κατέφρασεν (byz.: πρόσω codd.: πρόσσω Turyn: sc. χρόνος) O. 10.55ἐλπίδ' ἔχω κλέος εὑρέσθαι κεν ὑψηλὸν πρόσω P. 3.111
b πόρσιον, further, too farμηκέτι πάπταινε πόρσιον O. 1.114
-
6 πρόσω
aI beyond, furtherοὐκέτι πρόσω ἀβάταν ἅλα κιόνων ὕπερ Ἡρακλέος περᾶν εὐμαρές N. 3.20
c. art.,τὸ πόρσω δ' ἐστὶ σοφοῖς ἄβατον κἀσόφοις O. 3.44
αἰσχύνων ἐπιχώρια παπταίνει τὰ πόρσω P. 3.22
II of time τὸ δὲ σαφανὲς ἰὼν πόρσω κατέφρασεν (byz.: πρόσω codd.: πρόσσω Turyn: sc. χρόνος) O. 10.55ἐλπίδ' ἔχω κλέος εὑρέσθαι κεν ὑψηλὸν πρόσω P. 3.111
b πόρσιον, further, too farμηκέτι πάπταινε πόρσιον O. 1.114
-
7 πρόσω
A f.l. for πρὸ ἕω in Th.4.103); poet. [full] πρόσσω; also [full] πόρσω, Pi., Trag.; later [dialect] Att. [full] πόρρω Pl., X., Com., Oratt. ( πρόσω should be restored in S.Fr.858.3 and πόρσω in E.Rh. 482): Th. never uses the word.—Regul. [comp] Comp. and [comp] Sup. προσωτέρω, πορρωτέρω, προσωτάτω, πορρωτάτω, v. προσωτέρω: poet. [comp] Comp.πόρσιον Pi.O.1.114
: [comp] Sup.πόρσιστα Id.N.9.29
. Adv.: ([etym.] πρό).A abs.:I of Place, generally with a notion of motion, forwards, onwards, π. ἄγειν, φέρειν, Il.18.388, Od.9.542, etc.; [δοῦρα] ὄρμενα πρόσσω Il.11.572
; ἵπποι πρόσσω μεμαυῖαι ib. 615;πρόσω ἵεσθε 12.274
, etc.;π. πᾶς πέτεται 16.265
; π. κατέκυψε ib. 611;π. ἀΐξας 17.734
; π. τετραμμένος αἰεί ib. 598;νέμεσθαι π. Hdt.3.133
; παραγγεῖλαι, πέμψαι π., A.Ag. 294, 853; βῆναι, ἕρπειν π., S.Tr. 195, 547; μὴ πόρσω φωνεῖν speak no further, Id.El. 213 (lyr.);μηκέτι πάπταινε πόρσιον Pi.O.1.114
: with Art.,πορεύεσθαι αἰεὶ τὸ πρόσω Hdt.7.30
, cf. 9.57; also ἰέναι τοῦ π. X.An.1.3.1;ἤϊε αἰεὶ ἐς τὸ π. Hdt.3.25
.II of Distance, far off,παπταίνειν τὰ πόρσω Pi.P.3.22
; ;ὡς ἀπ' ὀμμάτων, πρόσω S.OC15
; πρόσω λεύσσειν to see at a distance, Id.Fr.858.3;πόρρω ποι ἀπεσκοποῦμεν Pl.R. 432e
;ἐγγύς, οὐ πρόσω βεβηκώς E.Ph. 596
;ἡ δέ γ' Εὔβοια.. παρατέταται μακρὰ πόρρω πάνυ Ar.Nu. 212
;εἴτ' ἐγγύς, εἴτε πόρρω Pl. Prt. 356e
;πόρρω που ἐκτὸς ὄντι Id.R. 499c
, etc.; πόρρω ποιεῖν τι leave at a distance, Anaxil.22.18, cf. Herod.6.90 (dub.);πάνυ π. γενέσθαι X.Cyr.4.3.16
; τὰ σκέλη κινεῖν ταχὺ καὶ π., of a runner, Arist.Rh. 1361b24;οἱ πόρρω βάρβαροι Id.EN 1149a11
.2 too far, καὶ νῦν ἴσως πόρρω ἀποτενοῦμεν [τὸν λόγον] Pl.Grg. 458b;οὐ πόρρω ἐθελήσαιμ' ἂν πιεῖν Id.Smp. 176d
.III of Time, forward, πρόσσω καὶ ὀπίσσω, v. ὀπίσω 11;χρόνος.. ἰὼν πόρσω Pi.O.10(11).55
; of continuance, A. Eu. 747; hereafter, Pi.P.3.111; ἀναβάλλομαι ὡς πόρσιστα as late as possible, Id.N.9.29; ἤδη πόρρω τῆς ἡμέρας οὔσης far spent, Aeschin.3.122; μέχρι πόρρω till late, Arist.HA 581a26.B c. gen.:I of Place, further into,π. τοῦ ποταμοῦ προβαίνειν X.An.4.3.28
, cf. Hp.Mul.1.2: esp. metaph., προβήσεσθαι πόρρω μοχθηρίας will go far in wickedness, X.Ap.30; π. ἀρετῆς ἀνήκειν to have reached a high point of virtue, Hdt.7.237;οὕτω πόρρω σοφίας ἥκεις Pl.Euthd. 294e
;πόρρω σοφίας ἐλαύνειν Id.Euthphr.4b
, cf. Grg. 486a, Cra. 410e, Ly. 204b; π. τέχνης a past master, Ar. V. 192 (v. infr. 11);π. πάνυ ἐλάσαι τῆς πλεονεξίας X.Cyr.1.6.39
: also with Art.,προβήσομαι ἐς τὸ π. τοῦ λόγου Hdt.1.5
;ἐς τὸ π. οὐδὲν προεκόπτετο τῶν πρηγμάτων Id.3.56
; ἐς τὸ π. μεγάθεος τιμῶνται are honoured to a high point of greatness, i.e. very greatly, ib. 154.II of Distance, far from,οὐ π. τοῦ Ἑλλησπόντου Id.5.13
;οὐ π. Σπάρτης πόλις E.Andr. 733
;στάντες οὐ πόρρω τῶν βωμῶν Pl.Lg. 800d
, cf. X.An.3.2.22, etc.: metaph.,π. δικαίων A.Eu. 414
; πόρρω τέχνης,= οὐκ ἀπὸ τέχνης, i. e. φύσει, Ar.V. 192 (acc. to Sch., sed v. supr. B. 1);π. τοῦ χειρίσματος Hp.Art.11
;οὐκέτι πόρρω διθυράμβων φθέγγομαι Pl.Phdr. 238d
; πόρρω που τῶν ἐμαυτῷ πεπολιτευμένων far below them, D.18.299;πόρρω εἶναι τοῦ οἴεσθαι Pl.Phd. 96e
;πόρρω τῶν πραγμάτων Isoc.4.16
;πόρρω τοῦ διαφθείρειν Id.15.240
; ; π. σαρκός very far (i. e. different) from, Arist.HA 504b11, cf. Pl.R. 581e: also folld. byἀπό, ἐξαναχωρέειν π. ἀπὸ τῶν φορτίων Hdt.4.196
; ;ἀπὸ τοῦ τείχους X.Cyr.5.4.49
; also οὕτω πόρρω εἶ περὶ τοῦ δικαίου so far out in your notions of right, Pl.R. 343c.III of Time, ὡς πρόσω ἦν τῆς νυκτός far into the night, Hdt.2.121.δ; ὡς π. τῆς νυκτὸς προελήλατο Id.9.44
;διαλέγεσθαι πόρρω τῶν νυκτῶν Pl.Smp. 217d
;λίαν π. ἔδοξε τῶν νυκτῶν εἶναι Id.Prt. 310c
;ἐκάθευδον μέχρι π. τῆς ἡμέρας X.HG7.2.19
;βιότου πόρσω E.Alc. 910
(lyr.);π. ἤδη ἐστὶ τοῦ βίου, θανάτου δὲ ἐγγύς Pl.Ap. 38c
;ὀψὲ καὶ π. τῆς ἡλικίας Plu.Dem.2
.2 οὐ π. ἑπτὰ ἡμερέων not longer than.., Hp.Epid.4.38. -
8 πόρσω
πόρσω, adv., = πόῤῥω; Pind. τὸ πόρσω, Gl. 3, 44; compar., πάπταινε πόρσιον, 1, 114; ὡς πόρσιστα, N. 9, 29; doch hat er auch die Form πρόσω (s. unten); ἐπίβαινε πόρσω, Soph. O. C. 175, vgl. 226; auch übertr., μὴ πόρσω φωνεῖν, El. 206; einzeln bei den folgdn Dichtern. Die Gramm. erkl. die Form für äol., eben so wie die compar. πορσωτέρω, πορσωτάτω.
-
9 πορρω
Iэп.-ион. πρόσ(σ)ω, дор. и староатт. πόρσω adv. (compar. πορρωτέρω, προσωτέρω, πόρσιον и πορρώτερον, superl. πορρωτάτο, προσωτάτο, προσώτατα и πόρσιστα)(тж. τὸ, τοῦ и τὰ π.)
1) вперед, дальше(φέρειν τινά Hom.; ἰέναι τοῦ π. Xen.)
ὄρμενος π. Hom. — устремляющийся вперед;αἰεὴ τὸ π. Her. — все дальше вперед2) большеπορροτέρω τοῦ δέοντος Plat. — больше, чем следует;
μέ π. φωνεῖν Soph. — не говорить больше, замолчать3) далеко, вдали(ἐγγὺς καὴ π. Aesch.; π. ἀπέχειν ἀπό τινος NT.)
π. γενέσθαι Xen. — удалиться;οἱ π. βάρβαροι Arst. — дальние неэллинские племена;π. που εἶναι τοῦ οἴεσθαι Plat. — быть далеким от мысли4) слишком далекоπ. ἀποτείνειν (sc. τὸν λόγον) Plat. — слишком затянуть беседу
5) впредь, в дальнейшем, в будущемπ. καὴ ὀπίσσω λεύσσειν Hom. — глядеть в будущее и в прошлое;
μέχρι π. διαμένειν Arst. — оставаться и впредь, длиться, сохраняться;π. τῆς ἡμέρας οὔσης Aeschin. — так как было уже поздноII1) вдали от, далеко от(οὐ π. τινός Plat., Plut.)
2) вдаль, вглубь, впередπ. σοφίας ἐλαύνειν Plat. — зайти далеко в философии
3) поздноμέχρι π. τῆς ἡμέρας Xen. — до позднего часа;
ἔδοξε μοι π. τῶν νυκτῶν εἶναι Plat. — мне показалось, что (уже) поздний час ночи; -
10 μηκέτι
-
11 παπταίνω
1 gaze τάφε δ' αὐτίκα παπτάναις ἀρίγνωτον πέδιλον (Boeckh: παπτήνας codd., def. Forssman, 91) P. 4.96 met.,μηκέτι πάπταινε πόρσιον O. 1.114
αἰσχύνων ἐπιχώρια παπταίνει τὰ πόρσω P. 3.22
τὰ μακρὰ δ' εἴ τις παπταίνει, βραχὺς ἐξικέσθαι χαλκόπεδον θεῶν ἕδραν 1. 7. 44. -
12 παπταίνω
A look about one with a sharp, searching glance,πάντοσε παπταίνων, ὥς τ' αἰετός Il.17.674
;δεινὸν π., αἰεὶ βαλέοντι ἐοικώς Od.11.608
, cf. Il.13.551, etc.;πάντοσε παπταίνοντε, φόνον ποτιδεγμένω αἰεί Od. 22.380
;πάπταινε καὶ φρόντιζε A.Pr. 1034
;μηκέτι πάπταινε πόρσιον Pi.O.1.114
: folld. by a relat. clause,πάντοσε παπταίνων, μή τις χρόα χαλκῷ ἐπαύρῃ Il.13.649
, cf. A.Pr. 336; πάπτηνεν δὲ ἕκαστος, ὅπῃ φύγοι αἰπὺν ὄλεθρον looked about [to see] how.., Il.16.283;πάπτηνεν.., εἴ τις ἔτ' ἀνδρῶν ζωὸς ὑποκλοπέοιτο Od.22.381
: with Preps.,ἀμφὶ ἓ παπτήνας Il.4.497
, 15.574; ; ;π... κατὰ στίχας 17.84
;πάντῃ π. πρὸς πέτρην Od.12.233
;πάντοσε π. ποτὶ τοίχους 22.24
; π. μεθ' ὁμήλικας look wistfully after his comrades, Hes.Op. 444;πρὸς αὐγάς Parm.15
;εἴσω τῆσδε π. πύλης S.Aj.11
;ἐς γάμον ἄλλης π. AP 7.700
(Diod.): also in later Prose,π. περὶ εὕρεσιν Onos.3.2
;ἐπὶ θάτερα Plu.Pomp.71
;πρός τινα Id.Ant.37
.II c. acc., look round for, look after,παπταίνων ἥρωα Μαχάονα Il.4.200
;π. Αἴαντα μέγαν 17.115
;π. τὰ πόρσω Pi.P.3.22
;τὰ μακρά Id.I.7(6).44
; παπτάναις ([dialect] Aeol. [tense] aor. 1 part.) ἀρίγνωτον πέδιλον having set eyes on.., Id.P.4.95;εἱρεσίαν ἀδάητον ἔτ' ὄθμασι Hymn.Is.157
; τὸν δ' ἀγρίοις ὄσσοισι π. glaring at him, S.Ant. 1231.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παπταίνω
См. также в других словарях:
πόρσιον — πρόσω forwards irreg̱comp poetic indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παπταίνω — Α 1. στρέφω ολόγυρα τα βλέμματα μου, κοιτάζω γύρω μου με οξύ και ερευνητικό βλέμμα («πάντοτε παπταίνων, ὥς τ αἰετός», Ομ. Ιλ.) 2. προσέχω, έχω τον νου μου («σὺ δὲ πάπταινε καὶ φρόντιζε», Αισχύλ.) 3. αναζητώ κάποιον ή κάτι παρατηρώντας γύρω μου… … Dictionary of Greek
πρόσω — ΝΜΑ, ποιητ. τ. πρόσσω και πόρσω, αττ. τ. πόρρω, συγκριτ. τ. προσωτέρω και πορρωτέρω, ποιητ. τ. συγκριτ. πόρσιον, υπερθ. τ. προσωτάτω και πορρωτάτω, ποιητ. τ. υπερθ. πόρσιστα, Α επιρρ. (τοπ. με την έννοια τής κινήσεως) προς τα εμπρός (α. «πρόσω… … Dictionary of Greek