-
1 πορθμευω
1) перевозить, переправлять(Θρῇκα στρατόν Eur.)
; med.-pass. двигатьсяαἰθέρα πορθμεύεσθαι Eur. — проноситься по эфиру2) (sc. ἑαυτόν) переправляться, переплывать(τὸν ποταμόν Plat.)
τις ποτ΄ ἄρ΄ ἀστέρ ὅδε πορθμεύει ; Eur. — что это за звезда проносится?3) приносить, доставлять(ἐφετμάς Aesch.; γραφὰς πρὸς Ἄργος Eur.)
4) переносить(τινὰ ἐκ τῆσδε γῆς Soph.)
5) вести, приводить, доводить(ὑπόμνησιν - v. l. ὑπομνήσει - εἰς δάκρυα Eur.)
ποῖ τόνδε πορθμεύεις ; Eur. — куда ведешь ты этот (отряд)?6) передвигать, переставлять -
2 διαπορθμευω
1) переправлять (на другой берег), перевозить(στρατιήν Her.)
2) переносить, передавать, доставлять3) разъяснять, истолковывать(ἑρμηνεύειν καὴ δ. θεοῖς τὰ παρ΄ ἀνθρώπων καὴ ἀνθρώποις τὰ παρὰ θεῶν Plat.)
4) переезжать, переправляться(τοὺς ποταμούς Her.)
-
3 μεταπορθμευω
См. также в других словарях:
πορθμεύω — ΝΑ [πορθμός] μεταφέρω στην απέναντι όχθη ή ακτή, είμαι πορθμέας («...τοὺς πορθμέας... εἰς Σαλαμῑνα πορθμεύοντας», Αισχίν.) αρχ. 1. μεταφέρω κάποιον κάπου («ἀλλὰ μ ἔκ γε τῆσδε γῆς πόρθμευσον ὡς τάχιστα», Σοφ.) 2. οδηγώ κάποιον σε μια κατάσταση… … Dictionary of Greek
πορθμεύετε — πορθμεύω carry pres imperat act 2nd pl πορθμεύω carry pres ind act 2nd pl πορθμεύω carry imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορθμευομένων — πορθμεύω carry pres part mp fem gen pl πορθμεύω carry pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορθμευόμενον — πορθμεύω carry pres part mp masc acc sg πορθμεύω carry pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορθμεύει — πορθμεύω carry pres ind mp 2nd sg πορθμεύω carry pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορθμεύοντα — πορθμεύω carry pres part act neut nom/voc/acc pl πορθμεύω carry pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορθμεύουσι — πορθμεύω carry pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) πορθμεύω carry pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορθμεύουσιν — πορθμεύω carry pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) πορθμεύω carry pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορθμεύσεις — πορθμεύω carry aor subj act 2nd sg (epic) πορθμεύω carry fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόρθμευε — πορθμεύω carry pres imperat act 2nd sg πορθμεύω carry imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπορθμευμένην — πορθμεύω carry perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)