-
1 μεταπορθμευω
См. также в других словарях:
μεταπορθμεύω — (Α) μεταφέρω κάτι διά θαλάσσης από έναν τόπο σε άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + πορθμεύω «μεταφέρω διά θαλάσσης»] … Dictionary of Greek
1 μεταπορθμευω
μεταπορθμεύω — (Α) μεταφέρω κάτι διά θαλάσσης από έναν τόπο σε άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + πορθμεύω «μεταφέρω διά θαλάσσης»] … Dictionary of Greek