-
1 διαπορθμευω
1) переправлять (на другой берег), перевозить(στρατιήν Her.)
2) переносить, передавать, доставлять3) разъяснять, истолковывать(ἑρμηνεύειν καὴ δ. θεοῖς τὰ παρ΄ ἀνθρώπων καὴ ἀνθρώποις τὰ παρὰ θεῶν Plat.)
4) переезжать, переправляться(τοὺς ποταμούς Her.)
См. также в других словарях:
πορθμεύω — ΝΑ [πορθμός] μεταφέρω στην απέναντι όχθη ή ακτή, είμαι πορθμέας («...τοὺς πορθμέας... εἰς Σαλαμῑνα πορθμεύοντας», Αισχίν.) αρχ. 1. μεταφέρω κάποιον κάπου («ἀλλὰ μ ἔκ γε τῆσδε γῆς πόρθμευσον ὡς τάχιστα», Σοφ.) 2. οδηγώ κάποιον σε μια κατάσταση… … Dictionary of Greek
μεταπορθμεύω — (Α) μεταφέρω κάτι διά θαλάσσης από έναν τόπο σε άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + πορθμεύω «μεταφέρω διά θαλάσσης»] … Dictionary of Greek
πορθμεία — ἡ Α [πορθμεύω] 1. η διαπόρθμευση, το πέρασμα στην απέναντι όχθη ή ακτή, η διά θαλάσσης μεταφορά 2. το επάγγελμα τού πορθμέα … Dictionary of Greek