Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πορεύσιμος

См. также в других словарях:

  • πορεύσιμος — that may be crossed masc nom sg πορεύσιμος that may be crossed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορεύσιμος — η, ο / πορεύσιμος, ον, θηλ. και ίμη, ΝΑ αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να διαπεράσει, διαβατός («ἡ τοῡ ποταμοῡ ὁδὸς πορεύσιμος ἀνθρώποις ἐγίνετο», Ξεν.) αρχ. 1. (για ζώα) επιτήδειος για πορεία («πάντα δὲ ὅσα πολύποδα καὶ ἄποδα, καὶ ὅσα πορεύσιμα… …   Dictionary of Greek

  • πορεύσιμον — πορεύσιμος that may be crossed masc acc sg πορεύσιμος that may be crossed neut nom/voc/acc sg πορεύσιμος that may be crossed masc/fem acc sg πορεύσιμος that may be crossed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορευσίμων — πορεύσιμος that may be crossed fem gen pl πορεύσιμος that may be crossed masc/neut gen pl πορεύσιμος that may be crossed masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορευσίμοις — πορεύσιμος that may be crossed masc/neut dat pl πορεύσιμος that may be crossed masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορεύσιμα — πορεύσιμος that may be crossed neut nom/voc/acc pl πορεύσιμος that may be crossed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορεύσιμοι — πορεύσιμος that may be crossed masc nom/voc pl πορεύσιμος that may be crossed masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορευσίμην — πορεύσιμος that may be crossed fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορευσίμης — πορεύσιμος that may be crossed fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήια — (I) ἤϊα και ᾖα, τὰ (Α) 1. προμήθειες για ταξίδι, εφόδια («καὶ νύκεν ἤϊα πάντα κατέφθιτο», Ομ. Οδ.) 2. τροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μια άποψη, πρόκειται για την ονομ. πληθ. τού ουδ. τού ρηματ. επιθ. ήιος «πορεύσιμος (< είμι «πηγαίνω») …   Dictionary of Greek

  • αμεύσιμος — ἀμεύσιμος, ον (Α) [ἀμεύομαι] πορεύσιμος, διαπερατός, διαβατός …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»