Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

μονίμη

См. также в других словарях:

  • Μονίμη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μονίμῃ — Μονίμη fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονίμη — μόνιμος staying in one s place fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονίμῃ — μόνιμος staying in one s place fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόνιμη συστολή — Ανωμαλία, συνήθως σε άρθρωση, που προκαλείται από συρρίκνωση επουλωτικού ιστού στο δέρμα ή συνδετικού ιστού ή από τη μη αναστρέψιμη βράχυνση μυών και τενόντων …   Dictionary of Greek

  • εξάρθρημα — Μόνιμη απώλεια της φυσιολογικής επαφής των αρθρικών επιφανειών μιας άρθρωσης· αν η επαφή αυτή διατηρείται μερικώς, τότε πρόκειται για ατελές ε. Τα ε. μπορεί να είναι συγγενή και παθολογικά· τα τελευταία οφείλονται σε τοπικές παθολογικές… …   Dictionary of Greek

  • ραιβοποδία — Μόνιμη παραμόρφωση του άκρου του ποδιού, που χαρακτηρίζεται από την έσω κάμψη πρόσθιου τμήματός του, την κάμψη του πέλματος και από την αποπλάτυνση της ποδικής κάμαρας. Η ανωμαλία αυτή είναι συνήθως συγγενής και συνοδεύεται από μεταβολές των μυών …   Dictionary of Greek

  • Μονίμην — Μονίμη fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μονίμης — Μονίμη fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ουδετερότητα — Νομική ή πραγματική κατάσταση στην οποία βρίσκονται τα κράτη τα οποία δεν παίρνουν μέρος σε πόλεμο που διεξάγεται μεταξύ άλλων κρατών. Η ο. ως νομική κατάσταση στηρίζεται σε μια σειρά κανόνων του διεθνούς δικαίου που αποβλέπουν από το ένα μέρος… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»