-
1 πορδή
πορδή, ἡ, Furz, Ar. Nubb. 393.
-
2 πορδη
ἡ физиол. выход ветров Arph. -
3 πορδή
πορδή, ἡ, Furz -
4 πορδή
η физиол, кишечные газы -
5 πορδή
-
6 ἀπο-πορδή
ἀπο-πορδή, ἡ, = πορδή, Alex. Aphrod. l. d.
-
7 πορδαλέος
-
8 ἀ-δι-έξ-οδος
ἀ-δι-έξ-οδος, dasselbe, κοιλότητες, Plut. aq. et ign. 7; χωρίον App. Mithr. 100; keinen Ausgang findend, πορδή Nicarch. 20 (XI, 395); πλοῦτος τυφλὸς καὶ ἀδ. Plut. Symp. 5, 5, 2.
-
9 πόρδος
ο см. πορδή -
10 παρδή
-
11 πορδάλεος
A = παρσδάλεος, Opp.C.3.467.II ([etym.] πορδή) flatulent, Luc.Lex.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πορδάλεος
-
12 πόρδων
-
13 ἀφόρδιον
Grammatical information: n.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Frisk suggests it comes from *ἀφόδιον ( ἄφοδος `excrements') euphemistically (after φόρος) or drastically (after πορδή) reshaped? Not completely convincing.Page in Frisk: 1,196Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀφόρδιον
-
14 πέρδομαι
Grammatical information: v.Meaning: `to fart' (Ar.).Other forms: Perf. πέπορδα (with result. meaning.), aor. (only w. preflx) - παρδεῖν, fut. - παρδήσομαι.Derivatives: 1. πορδή f. `fart' (Ar.) with πόρδων, - ωνος m. nickname of the cynics (Arr.); 2. πράδησις f. `farting' (Hp.); 3. πραδίλη f. `id.' (Theognost.; σπατ-ίλη, κον-ίλη a.o.); reduplicated πεπραδῖλαι pl. `id.', also name of a fish (H., Phot.) as πεπρίλος ἰχθῦς ποιός H. (after the sound he produces; Strömberg Fischn. 76). 4. Enlargment πήραξον ἀφόδευσον H.; Cret. for *πέρδαξον as from *περδ-άζομαι; besides ἀποπαρδακᾳ̃ (- κα?) τοῦτο εἴρηται παρὰ τὸ ἀποπαρδεῖν H.; cf. Specht KZ 66, 201. -- Here also σιληπορδέω and πέρδιξ, s. v.Etymology: With themat. root-present πέρδομαι agrees the also middle Skt. párdate; with the act. root-aor. ἀπ-έ-παρδον agrees the also act. aor. Av. pǝrǝdǝn; act. πέπορδα like δέδορκα (Wackernagel Unt. 224 w. n. 2). Also elsewhere is this old verb of the popular language retained: Germ., e.g. OHG ferzan, Slav., e.g. Russ. perdětь, Lith. pérdšu, pérsti etc.; s. WP. 2, 49, Pok. 819. A phonetic variant (IE * pesd- beside * perd-) is found a.o. in Lat. pēdō, s. W.-Hofmann w. rich lit.; cf. also βδέω. -- With Basque eperdi, ipurdi `hind, after' πέρδομαι has nothing to do; cf. Lafon BSL 54 c. r. 52 f. (against Elderkin A comp. study of Basque and Greek vocabularies [Princeton 1958]).Page in Frisk: 2,511-512Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πέρδομαι
См. также в других словарях:
πορδή — η, ΝΑ εκφύσημα, συνήθως ηχηρό, που προέρχεται από ζύμωση τών παραγόμενων στα έντερα αερίων και εξέρχεται από το απευθυσμένο νεοελλ. 1. μειωτικός χαρακτηρισμός ατόμου 2. παροιμ. α) «με πορδές αβγά δεν βάφονται» μόνο με σοβαρές προσπάθειες… … Dictionary of Greek
πορδή — η και πόρδος, ο ηχηρή αποβολή αέρα από τον πισινό: Με τις πορδές δε βάφονται αβγά (παροιμ., χωρίς σοβαρή προσπάθεια τίποτε δε γίνεται) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
STREPITUS Obscoenus — apud Petronium, Graece πορδὴ et ἀποπορδὴ, Alex. Aphrodis. l. 1. Problem. 164. inter Aegyptiorum olim σεβάσματα. Minucius Fel. de iis, Non Serapidem magis, quam Strepitus per pudenda corporis expressos contremiscunt. Ubi liceat usurpare, quod… … Hofmann J. Lexicon universale
πέρδομαι — ΝΑ αφήνω πορδή, κλάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πέρδομαι ανάγεται σε εκφραστική ΙΕ ρίζα *perd «κλάνω» και συνδέεται με: αρχ. ινδ. pardate, αρχ. άνω γερμ. ferzan, ρωσ. perdetĭ, λιθουαν. perdžu (πρβλ. ΙΕ ρίζα *pezd τών βδέω, βδελυρός). Στην ετεροιωμένη… … Dictionary of Greek
παρδή — ἡ, Α η πορδή. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού πορδή, σχηματισμένος από θ. παρδ τού πέρδομαι (πρβλ. αόρ. απ έ παρδ ον)] … Dictionary of Greek
πόρδος — ο, Ν η πορδή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορδή με αλλαγή γένους κατά το κρότος] … Dictionary of Greek
Tsakonian language — language name=Tsakonian nativename=Τσακωνικά Tsakōniká familycolor=Indo European states=Greece region=Eastern Peloponnese around Mount Parnon speakers=300 2,000 fluent fam2=Greek fam3=Doric iso2=ine|iso3=tsdTsakonian, Tzakonian or Tsakonic (Greek … Wikipedia
Татарник — Татарник … Википедия
έριθος — ἔριθος, ὁ, ἡ (Α) 1. (ιδιαίτερα για θεριστές) εργάτης με ημερομίσθιο 2. μτγν. αἱ ἔριθοι εργάτριες που γνέθουν και υφαίνουν το μαλλί, κλώστριες, υφάντριες («ἐρίων ἔριθοι») 3. (και για αράχνες) φρ. «πάντα δ’ ἐρίθων ἀραχνᾱν βρίθει» (Σοφ.) 4. μτφ.… … Dictionary of Greek
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek
αποπάρδημα — ἀποπάρδημα, το (Μ) [αποπέρδομαι] πορδή … Dictionary of Greek