-
1 πορδαλεος
-
2 πορδαλέος
-
3 πορδάλεος
πορδάλεος, = παρδάλεος, Opp. Cyn. 3, 467.
-
4 πορδάλεος
A = παρσδάλεος, Opp.C.3.467.II ([etym.] πορδή) flatulent, Luc.Lex.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πορδάλεος
-
5 πορδαλέος
-
6 πορδαλέοισι
πορδάλεοςflatulent: masc /neut dat pl (epic ionic aeolic)
См. также в других словарях:
πορδαλέος — έα, ον, Α αυτός που κλάνει συχνά, κλανιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορδή + επίθημα αλέος (πρβλ. λυσσ αλέος, νυστ αλέος)] … Dictionary of Greek
πορδαλέοισι — πορδάλεος flatulent masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)